Στο «Βρέχει Κεφτέδες», αφήσαμε τον Φλιντ Λόκγουντ ν’ αναγκάζεται να εγκαταλείψει την πόλη του, αφότου την κατέστρεψε με τη ριζοσπαστική εφεύρεσή του, τη μηχανή που κατασκεύαζε φαγητά από απλό νερό. Λίγα χρόνια αργότερα ξανασυναντάμε τον Φλιντ, ο οποίος είναι ακόμα με τη Σαμ και πια δουλεύει για το ίνδαλμά του, τον Τσέστερ Βι, μαζί με άλλους ιδιοφυείς εφευρέτες απ’ όλον τον κόσμο. Οταν όμως ο Φλιντ μάθει ότι το μηχάνημά του εξακολουθεί να λειτουργεί και μάλιστα παράγει μεταλλαγμένα ιβρύδια ζωντανών τροφίμων, θα σπεύσει, μαζί με τους φίλους του, να δει τι συμβαίνει, να ξαναβάλει τα πράγματα στη θέση τους και ν’ αποτρέψει την καταστροφή του κόσμου.

Το «Βρέχει Κεφτέδες» του 2009 ήταν μια έκπληξη: μια έξυπνη και καλοπροαίρετη παιδική ταινία, θαυμάσια και για μεγάλους, ατίθαση και παιχνιδιάρικη, με μια τόσο τριπαρισμένη αισθητική που αναρωτιόταν κανείς πώς προωθήθηκε από τα mainstream κινηματογραφικά κανάλια. Η εμπορική της επιτυχία φυσικά και επέβαλλε ένα σίκουελ, το οποίο, χωρίς να προχωρά ένα σκαλοπάτι παραπέρα σε… εφευρετικότητα, δεν παύει να είναι εξίσου ξέγνοιαστο και διασκεδαστικό.

Οι σεναριογράφοι – σκηνοθέτες της πρώτης ταινίας, Φιλ Λορντ και Κρις Μίλερ, έχουν δώσει τώρα τη θέση τους σε ένα άλλο δημιουργικό δίδυμο, τους Κόντι Κάμερον και Κρις Περν, της μέτριας φήμης των «Open Season», οι οποίοι διατηρούν την πολυχρωμία και το ξέφρενο κέφι, χωρίς να προσθέσουν δικά τους στοιχεία που θα έκαναν ίσως την ταινία πιο ενδιαφέρουσα ή ξεχωριστή. Το μεγαλύτερο αβαντάζ τους είναι η επινοητικότητα στο σχεδιασμό ενός πλήθους μεταλλαγμένων ζωντανών τροφίμων που πολύ θα θέλαμε να έχουμε στο τραπέζι μας: τις τυραράχνες, τους γαριδομαπντζήδες κι ένα σωρό άλλους συνδυασμούς ζώων και σπεσιαλιτέ, η μια πιο εμπνευσμένη από την άλλη. Το χιούμορ κινείται ακόμα περισσότερο στο φάσμα της… μαγειρικής, πράγμα που κάνει το φιλμ πιο αστείο για τους γονείς, παρά για τα παιδιά.

Τα κλασικά «διδάγματα» - η αξία της ειλικρίνειας, της σχέσης του παιδιού με το γονιό τους και με τους φίλους τους – αποδίδονται με χάρη κι ελαφρότητα και η περιπέτεια δε χάνει ευκαιρία να γεμίσει χρώμα και αλλόκοτες υπάρξεις και ντεκόρ. Μπορεί η ταινία να μην είναι μοριακή γαστρονομία, αλλά σίγουρα προσφέρει την ικανοποίηση ενός καλού, γνώριμου μπέργκερ.