Ο Μπραντ, 47χρονος οικογενειάρχης, ζει στο προαστιακό Σακραμέντο. Εχει δουλειά που αγαπά σε μια ΜΚΟ, αμάξι, ωραίο σπίτι, μια γλυκιά, αφοσιωμένη σύζυγο με επιτυχημένη ακαδημαϊκή καριέρα, κι έναν γιο έξυπνο και σοβαρό, ταλαντούχο μουσικό, που ετοιμάζεται για το κολέγιο.

Κι όμως, δεν είναι ευχαριστημένος. Κουρδίζεται διαρκώς, και οι σκέψεις του, υπό τη μορφή voiceover, συνοδεύουν επίσης μόνιμα τις εικόνες των δοκιμασιών του. Υποθέτει πως και οι τέσσερις κολλητοί του φίλοι από το κολέγιο, που είναι τώρα πλούσιοι και διάσημοι, έχουν βρει το νόημα της ζωής. Τους φαντάζεται να σεργιανίζουν με εξωτικές καλλονές σε παραλίες, να πουλάνε μούρη σε χλιδάτα πάρτι, να χαλαρώνουν στις πολυθρόνες των ιδιωτικών τους τζετ. Γι’ αυτούς, η ζωή είναι ένας παιχνιδότοπος, σκέφτεται υψηλόφωνα. Ενώ ο ίδιος ούτε ένα upgrade σε αεροπορικό εισιτήριο δεν είναι ικανός να κάνει, καθώς ετοιμάζεται να ταξιδέψει στη Βοστόνη παρέα με τον γιο του, Τρόι, σε αναζήτηση κολεγίου.

Ο Μπραντ ανταγωνίζεται όχι μόνο τους διαπρεπείς φίλους του, αλλά και τον φέρελπι γιο του. Απεχθάνεται το παρελθόν, αλλά νιώθει να τον απειλεί και το μέλλον. Σε μια εξόχως χαρακτηριστική των ανασφαλειών του σκηνή φαντασιακού flash forward, βλέπει τον Τρόι να προκόβει στις σπουδές του, στη μουσική, στις γυναίκες –παντού. Κι από την περηφάνια που αρχικά θα ένιωθε, καταλήγει στη ζήλεια και τον φθόνο. Και στον φόβο μην καταλήξει ένας loser στα μάτια του μελλοντικά επιτυχημένου απογόνου.Με άλλα λόγια, τα ρούχα με τα οποία τρώγεται ο Μπραντ είναι δικά του και μόνον, κι αυτό θα ξεκινήσει να το χωνεύει κι ο ίδιος μετά από κάποιες απρόσμενες γνωριμίες και καθοριστικές κουβέντες στο ταξίδι στη Βοστόνη. Η υπαρξιακή του κρίση είναι τύπου μεταφυσικού και αυστηρά προσωπική, και ουδεμία σχέση φέρει με εξωγενείς παράγοντες. Ούτε καν με το σύνηθες άγχος του περάσματος του χρόνου. Στην πραγματικότητα, το μόνο που φοβάται ο Μπραντ είναι το βλέμμα του άλλου, και ο μόνος που ανταγωνίζεται είναι ο εαυτός του.

Ωστόσο, τον εαυτό του ο Μπραντ τον γνωρίζει καλά, κι αυτό είναι ίσως η μεγαλύτερη αρετή της δραμεντί του ειδικευμένου σε ιστορίες υπαρξιακού στρες Μάικ Γουάιτ («Chuck’n’Buck», «Η Χρονιά του Σκύλου»). Ο Μπραντ έχει πλήρη επίγνωση της ασημαντότητας των ανασφαλειών και της ματαιότητας του αυτό-οικτιρμού του, απλά περιμένει θαρρείς κάποιον να του τις επιβεβαιώσει με επιχειρήματα. Κι αυτή η αναμονή αποτυπώνεται άψογα στα γουρλωμένα μάτια και το ανυπόμονο βλέμμα του Μπεν Στίλερ, ο οποίος ολοκληρώνει εδώ θριαμβικά την περσόνα του υπό κρίση μεσήλικα που ανά τα χρόνια καλλιεργούσε σε ιλαροτραγωδίες του Νόα Μπόμπακ («Δε Σκέφτομαι, Αρα Υπάρχω», «Οσο Είμαστε Νέοι») ή το δικό του «Η Κρυφή Ζωή του Γούλτερ Μίτι», συνθέτοντας την πιο ώριμη και συγκινητική ερμηνεία της καριέρας του.

Δεν υπάρχει διδακτισμός σε τούτο το χρονικό μιας προαναγγελθείσας αυτοσυνειδητοποίησης. Στα μάτια του Γουάιτ, που κοιτά το υποκείμενό του έσωθεν, ευθυγραμμισμένος με την αντίληψή του για το πρωτοκοσμικό Εγώ, ο Μπραντ δεν είναι ένας νευρωτικός κόπανος, αλλά έρμαιο –όπως λίγο έως πολύ όλοι μας- της δυτικής υλιστικής λογικής που εξισώνει την επιτυχία με την ευτυχία, ενώ είναι δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα.