Ο Γουίλι ενώνει και πάλι τις δυνάμεις του με τον Μάρκους, για να ληστέψουν έναν φιλανθρωπικό οργανισμό την Παραμονή των Χριστουγέννων. Μαζί τους θα έχουν και τον Θέρμαν Μέρμαν, έναν στρουμπουλό και χαρούμενο πιτσιρικά που καταφέρνει να βγάλει στην επιφάνεια τα ψήγματα ανθρωπιάς που έχει μέσα του ο Γουίλι. Αυτή τη φορά όμως, ο Γουίλι θα έρθει αντιμέτωπος και με τον χειρότερο εφιάλτη του: την βγαλμένη από ταινία τρόμου και σούπερ-δύστροπή μητέρα του, Σάνι. Η Σάνι θα ανεβάσει τον πήχη σε ό,τι αφορά τις φιλοδοξίες της συμμορίας αλλά ταυτόχρονα θα υποβαθμίσει όσο δεν πάει την έννοια «εγκληματική συμπεριφορά».

Υπάρχουν πολλοί που αγάπησαν το πρώτο «Ο Αϊ Βασίλης Είναι... Λέρα», την καταμαύρη εκείνη κωμωδία την οποία οι φανατικοί θαυμαστές της την ανέδειξαν σχεδόν αμέσως σε καλτ. Μέσα από ένα υπέροχα προσβλητικό Μπίλι Μπομπ Θόρντον στον ρόλο του πιο αθυρόστομου Αγιου Βασίλη που έχουμε δει ποτέ, η ταινία του Τέρι Ζβίγκοφ δεν άφηνε τίποτα όρθιο, ούτε ιερό ούτε όσιο, φτύνοντας στα μούτρα οτιδήποτε politically correct και χριστουγεννιάτικο χαρακτηρίζει αυτές τις... άγιες μέρες.

Οσο μεγάλες (χριστουγεννιάτικες) μπάλες, όμως, φαίνεται να είχε η πρώτη ταινία, η δεύτερη μοιάζει απλά σαν να την έχουν στειρώσει.

Αυτό το δυνατό χαστούκι που έριξε ο Τέρι Ζβίγκοφ με το πρώτο του φιλμ σε όλες αυτές τις γλυκανάλατες χριστουγεννιάτικες ταινίες φαίνεται να πήγε στράφι καθώς ο σκηνοθέτης Μαρκ Γουότερς (της φήμης του «Mean Girls» και «Freaky Friday») καταφέρνει με το σίκουέλ του να καταστρέψει συθέμελα ό,τι έξυπνο και αστείο υπήρχε πίσω από το βέβηλο εκείνο χιούμορ του πρώτου φιλμ, προσβάλλοντας ταυτόχρονα το ίδιο της το κοινό και υποτιμώντας την νοημοσύνη του.

Τραβώντας την σκατολογία και το βρώμικο χιούμορ στο άπειρο, ο Γουότερς ίσως πίστευε πως θα πετύχαινε κάτι το ίδιο, αν όχι παραπάνω, διασκεδαστικό με την πρώτη ταινία. Ομως το μόνο που έχει καταφέρει είναι να χάσει την ψυχή του ίδιου της του χαρακτήρα αλλά και το συναίσθημα του πρώτου φιλμ. Κι εσύ μένεις μετέωρος μπροστά σε ένα βουνό σεξιστικών, ρατσιστικών και ό,τι άλλων προσβλητικών αστείων μπορεί κάποιος να σκεφτεί, αφήνοντας σε μουδιασμένο και αμήχανο, μη μπορώντας να αντιδράσεις.

Οι ατάκες επαναλαμβάνονται, χωρίς να έχουν ίχνος εξυπνάδας ή να είναι, έστω, σκανδαλιάρικα αυθάδικές, προσπαθώντας να πείσουν πως όλα αυτά κάποιος θα πρέπει να τα βρει τουλάχιστον αστεία. Αν και υπάρχουν μια-δυο αστείες εκλάμψεις σε όλη την διάρκειά της, οι οποίες προκαλούν ένα κάποιο μειδίαμα, δεν κρατάνε πολύ και γρήγορα η ταινία επιστρέφει στην καταστροφική πορεία που έχει η ίδια χαράξει.

Οι μόνοι που προσπαθούν να την σώσουν είναι ο Μπίλι Μπομπ Θόρντον, ο οποίος φαίνεται σαν να μην έχει αποχωριστεί ούτε μια μέρα από την βρώμικη αυτή στολή του Αϊ Βασίλη, δίνοντας ίσως από τις ελάχιστες αστείες ατάκες της ταινίας χωρίς όμως να χρειαστεί να προσπαθεί αρκετά, και ο Μπρεντ Κέλι ο οποίος επιστρέφει ως Μέρμαν Θέρμαν, το «γιανγκ» στο «γιν» του Θόρντον. Ούτε η Κάθι Μπέιτς, η οποία δείχνει τελείως έξω από τα νερά της ως, ίσως, την πιο άκυρη επιλογή καστ στον ρόλο της μητέρας του Θόρντον, δεν καταφέρνει να δώσει την σωστή δόση καφρίλας στην ταινία αυτή.

Δεν υπάρχει τίποτα το ξεκαρδιστικό, τίποτα το σατιρικό, τίποτα το καυστικό, τίποτα το «μαύρο» σε αυτή την ταινία, πόσο μάλλον κάτι το καινούργιο ή το ανατρεπτικό. «Ο Αϊ Βασίλης Είναι Πολύ Λέρα» μοιάζει σαν να είναι μια σκιά της πρώτης πανέξυπνης ταινίας του Ζβίγκοφ, ένα αυθάδικο φάντασμα κάποιων περασμένων Χριστουγέννων που δεν θα ήθελες αυτές τις μέρες στο σπίτι σου να σου κρατάει συντροφιά.