Tο οικογενειακό δράμα των Γουέστον, μιας οικογένειας που ζει στην Οκλαχόμα και είναι στα πρόθυρα κατάρρευσης. Μια μητέρα που σέρνεται ανάμεσα σε διάφορες ουσίες και στο αλκοόλ, αποκαλύπτοντας καλά κρυμμένα μυστικά. Μια κόρη που βρίσκεται αντιμέτωπη με την κρίση μέσα στο γάμο της και η όλη η υπόλοιπη οικογένεια που συγκεντρώνεται στο σπίτι για να στηρίξει τη μητέρα, όταν παράλληλα ο επίσης αλκοολικός πατέρας εξαφανίζεται.

Ενα βραβείο Πούλιτζερ, μερικά Τόνι και μια σειρά από σπουδαίους ηθοποιούς που έχουν παίξει τους βασικούς ρόλους, αυτή είναι η κληρονομιά του «August: Osage County» στην σκηνή. Οι φιλοδοξίες της μεταφοράς του στην οθόνη δεν είναι ούτε στιγμή μικρότερες. Με την Μέριλ Στριπ στον ρόλο της άρρωστης, κυνικής, εθισμένης στα χάπια, κακότροπης μητέρας μιας δυσλειτουργικής οικογένειας στο πουθενά της Αυγουστιάτικης Οκλαχόμα, η ταινία δηλώνει εξ αρχής τους στόχους της.

Τα Οσκαρ είναι προφανώς στο μυαλό όλων όσων εμπλέκονται, αφού εκτός από την Στριπ το φιλμ είναι γεμάτο από χαρακτήρες τόσο ξέχειλους από δραματική υπερβολή που να μοιάζουν σαν το ιδανικό δόλωμα τόσο για τους σπουδαίους ηθοποιούς που τους ενσαρκώνουν (από την Τζούλια Ρόμπερτς ως τον Κρις Κούπερ), όσο κυρίως για αυτούς που ψηφίζουν τα βραβεία.

Μόνο που η ταινία του Γουέλς (ο οποίος έχει να επιδείξει μια σπουδαία καριέρα για χρόνια στην τηλεόραση) δεν κατορθώνει να αφαιρέσει από το έργο του Τρέισι Λετς την αίσθηση της θεατρικής σύμβασης και να το μεταμορφώσει σε μια ρέουσα κινηματογραφική εμπειρία, ούτε να αναδείξει τις λεπτές αποχρώσεις του μαύρου χιούμορ που υποπτεύεσαι ότι υπάρχουν άφθονες στο αρχικό υλικό.

Αντίθετα το φιλμ μοιάζει με ένα συνεχές, ασταμάτητο κρεσέντο δράματος, συμπυκνωμένης οργής και τοξικής απογοήτευσης που καταλήγει να καταντά υπερβολικό ακόμη και για τον πιο κυνικό θεατή. Οχι γιατί το φιλμ γίνεται με αυτό τον τρόπο σκληρό ή επώδυνο, αλλά κυρίως γιατί κάτω από αυτή την επιφάνεια του οικογενειακού μίσους και της απογοήτευσης, δεν κρύβεται τίποτα άλλο εκτός από λίγη ακόμη πικρία και δράμα.

Δυστυχώς ακόμη και οι σπουδαίοι ηθοποιοί που δοκιμάζουν να δώσουν ζωή στους ρόλους -και που ως ένα σημείο το καταφέρνουν θαυμάσια- δεν έχουν άλλη επιλογή καθώς η ώρα περνά και οι δραματικές αποκαλύψεις και οι συναισθηματικά σκληρές στιγμές διαδέχονται η μία την άλλη, από το να επιδοθούν σε ένα «ηχηρό», «θεαματικό» παίξιμο που μοιάζει πιο ταιριαστό στις αχανείς σκηνές του Broadway, παρά στην αμεσότητα της οθόνης.

Και παρ΄όλο το δράμα, παρ΄όλη την γνώριμη περιοχή του οικογενειακού ναρκοπεδίου που το φιλμ περιγράφει (έστω και με το κουμπί την έντασης γυρισμένο στο 11), η ιστορία και οι χαρακτήρες δεν κατορθώνουν να σε εμπλέξουν, να σε συγκινήσουν, να σε κάνουν να νοιαστείς ή να προσπαθήσεις να τους καταλάβεις.

Στην καλύτερη περίπτωση ο «Αύγουστος» σου επιτρέπει να θαυμάσεις την αφοσίωση των ηθοποιών στους (θεωρητικά) δύσκολους ρόλους τους, στην χειρότερη σε εξοργίζει σαν μια ξεδιάντροπη ζητιανιά βραβείων. Σε κάθε περίπτωση το φιλμ σε κουράζει και σε εξουθενώνει, όχι γιατί το δράμα των ηρώων σε εξαντλεί συναισθηματικά και ψυχολογικά, αλλά διότι δεν κατορθώνει ποτέ να σε αγγίξει, μοιάζοντας από την αρχή ως το τέλος σαν μια γιορτή μικρότητας και κακίας που δεν σε αφορά λεπτό, ούτε σου μαθαίνει κάτι που δεν ήξερες για τους ανθρώπους, σαν ένας άβολος οικογενειακός καυγάς στον οποίο βρέθηκες παγιδευμένος και από τον οποίο δεν υπάρχει εύκολος τρόπος να ξεφύγεις.