Στην μικρή κωμόπολη «Ασπρα Σπίτια» η Mαρίνα παθιάζεται με τηλεοπτικά ντοκιμαντέρ για τη φύση, ψάχνει τη δική της σε πειραματισμούς με τη φιλενάδα της και ενηλικιώνεται μέσα από το σεξ και το θάνατο.

Μία ταινία ελληνική, μία ταινία διεθνής. Η κινηματογραφική γλώσσα έχει επιβληθεί της νεοελληνικής. Η δύναμη του σεναρίου έχει ξεφύγει από τα στενά όρια των διαλόγων. Η παρουσίαση της ιστορίας έχει τολμηρά απογειωθεί από την αναμασημένη mainstream μανιέρα που είχαμε συμβιβαστεί να αποκαλούμε «ελληνικό σινεμά».

Η ιστορία της Μαρίνας, της μοναχοκόρης που φροντίζει τον άρρωστο πατέρα της στα τελευταία στάδια καρκίνου, στην εργατική κωμόπολη «Ασπρα Σπίτια» δίνεται ωμά, όχι όμως (νέο)ρεαλιστικά, ούτε και μελό. Σκηνοθεσία με άποψη, σπάσιμο της αφηγηματικής φόρμας, σκηνές πειραματισμού με το σώμα, το συναίσθημα και τον ερωτισμό, αναφορές στον Γκοντάρ, «Monty Python» μιούζικαλ ιντερλούδια ως σύμβολα της κοριτσίστικης εφηβείας – όλα μπλέκονται με τόλμη, αλλά, πάνω από όλα, με την Τσαγγάρη και τους ηθοποιούς της να κρατούν σφιχτά αλλά και με διαύγεια την καρδιά της ταινίας. Μια καρδιά που χτυπά πέρα από τις εικόνες, πάνω από τους διαλόγους.

Η Μαρίνα πρέπει να βρει τη θέση της ως φίλη, την σεξουαλικότητά της ως γυναίκα, τη δύναμή της ως κόρη ενός ετοιμοθάνατου πατέρα, με την μητέρα απούσα. Τίποτα δεν εξηγείται από την σκηνοθέτιδα, και ταυτόχρονα, όλα κατανοούνται σε μια σιωπηρή συνωμοσία με το συναίσθημά μας που πάλλεται και σπαρταρά, μπροστά σε εικόνες γεμάτες από comic relief που ειρωνικά τις κάνει ακόμα πιο τραγικές.

Η Τσαγγάρη («Η Διαρκής αναχώρηση της Πέτρα Γκόινγκ») παίζει με τον τίτλο και την πρόθεση της ταινίας. Υπονοεί ότι τελικά πρόκειται για μια ταινία «ντοκιμαντέρ» πάνω στο τόσο, μα τόσο σύνθετο ανθρώπινο είδος σε σχέση με τα υπόλοιπα πλάσματα της φύσης. Δεν είμαστε γορίλες, είμαστε άνθρωποι και μένουμε για πάντα παιδιά μιας μαμάς, κι ενός μπαμπά. Τελεία. Δεν μας μαθαίνει το είδος μας απλά να επιβιώνουμε, αλλά να ζούμε. Δεν μας βυζαίνουν, μας ξεπετάνε και μας παρατάνε στη ζούγκλα. Μας κουβαλούν και τους κουβαλάμε. Αγωνιούμε, θρηνούμε, νιώθουμε στο μεδούλι μας τον πόνο και την απώλεια. Φοράμε στο πέτο τα τραύματα των οικογενειών μας, αλλά και ταυτόχρονα τη δύναμη που αντλούμε από αυτές. Συμβατικές οικογένειες, εναλλακτικές οικογένειες. Σκέτο «οικογένειες». Δεν είμαστε γορίλες. Είμαστε συμπλεγματικοί άνθρωποι και το σεξ μας ξεπερνά ως έκφραση, αλλά και ως έλεγχος πάνω στο συναίσθημα μας – κάτι που δεν έχουμε στο θάνατο.

Γιατί αυτό είναι το «Attenberg». Ενα φιλμικό δοκίμιο πάνω στο πόσο επώδυνη και καθόλου ρομαντική είναι τελικά η ενηλικίωση. Εχουμε δυστυχώς σπαταλήσει την ταμπέλα «ταινία ενηλικίωσης» και «χάσιμο αθωότητας» σε φιλμ που παρουσιάζουν την αφύπνιση της σεξουαλικότητας και τον αποχαιρετισμό της εφηβείας. Η Τσαγγάρη σηκώνει τον πήχη: η πιο επώδυνη ενηλικίωση είναι όταν χάνουμε τους γονείς μας, σε όποια ηλικία κι αν συμβεί αυτό. Εκεί κοιτάς δίπλα σου και είσαι μόνος. Eχει φύγει η στέγη πάνω από το κεφάλι σου και, έτοιμος ή ανέτοιμος, δεν είσαι πια παιδί.

Κι όμως η ζωή συνεχίζεται. Οι μπουλντόζες θα παραμείνουν για να σκάβουν τις εργατικές κωμοπόλεις μιας Ελλάδας που επιμένει να γκρεμίζει τυχοδιωκτικά και να χτίζει χωρίς όραμα. Το μέλλον σου σε περιμένει. Η ζωή σου σε περιμένει. Αλλά δεν είμαστε γορίλες και εκτός από ένστικτο πρέπει να βρούμε και τρόπο να συντηρήσουμε στη ζωή και την ψυχή μας τα όνειρά μας.

Ευτυχώς που υπάρχουν ταινίες που μας δείχνουν ότι δεν είμαστε μόνοι.