«Αρβανίτικο κεφάλι» σημαίνει την μπέσα, τον λόγο που δεν είναι γραπτός αλλά πάντα κρατείται από τούτο τον λαό, μας λέει μια Αρβανίτισσα από το γαλαζοστόλιστο σαλόνι της. Ενώ πίνουν τα κρασιά τους με λίγο μεζέ, δύο γέροντες λογοφέρνουν για το αν η γνησιότητα και η ντομπροσύνη των Αρβανιτών έχει αλλοιωθεί με τα χρόνια. Κάπου αλλού, μια γηραιά κατσαδιάζει τον φανφαρόνο σύζυγό της διαβεβαιώνοντάς τον πως η ίδια ισοδυναμεί με δέκα άντρες! Νεαροί θυμούνται λέξεις από τη γλώσσα των προγόνων τους, ενώ μια ερευνήτρια κοινωνιολόγος μιλά για τη δυσκολία της αρβανίτικης γλώσσας και την επιβίωσή της μέσα στις δεκαετίες παρά την άρνηση των γονέων να τη μαθαίνουν στα παιδιά τους, από φόβο μη στοχοποιηθούν ως μη-Ελληνες.

Μας μιλούν, αυτοί και πολλοί ακόμα, από ένα παραδοσιακό αρβανιτοχώρι, τα Βίλια Αττικής, όπου η Ελληνοκαναδή Κατερίνα Μάρθα Κλαρκ, καταγωγής αρβανίτικης εκ μητρός, επιχειρεί ένα φιλμικό οδοιπορικό στην ιστορία, τον πολιτισμό, τη γλώσσα και τη θρησκεία της κάποτε νομαδικής αυτής βορειοηπειρωτικής φυλής, η οποία ξεκίνησε να μετακινείται προς τα νότια μισή χιλιετία πριν, για να γίνει με τους αιώνες ένας από τους καθοριστικούς παράγοντες του νεοελληνικού κοινωνικοπολιτικού γίγνεσθαι. Αρκεί να θυμηθεί κανείς τον πρωταγωνιστικό ρόλο οπλαρχηγών και πολεμιστών σαν τον Μπότσαρη, τον Ανδρούτσο, τον Καραϊσκάκη, την Μπουμπουλίνα, τον Κουντουριώτη ή τον Μιαούλη, Αρβανίτες όλοι τους, στον ξεσηκωμό του 1821.

Κι αν οι προθέσεις είναι δίχως αμφιβολία καλές, η πληροφορία χρήσιμη (κυρίως στο δεύτερο μισό του ντοκιμαντέρ, το επικεντρωμένο στην υπό έκλειψη γλώσσα) και κάποιες τύπου ανεκδότων συνεντεύξεις ενίοτε νόστιμες, το σύνολο δίνει την εντύπωση ενός μάλλον τραχέως και βιαστικού κολάζ ομιλούντων κεφαλών. Τίμια η κατάθεση, της λείπουν όμως οι αρετές ενός σχολαστικά παιδεμένου κινηματογραφικού έργου.