Το έτος είναι 2035 και η παγκόσμια τάξη έχει υποστεί δραματικές αλλαγές. Η Γαλλία, με 10 εκατομμύρια άνεργους κατοίκους, αποτελεί μία από τις νέες χώρες κάτω από το όριο της φτώχειας. Ο ταλανισμένος από τα προβλήματα πληθυσμός, αμφιταλαντεύεται μεταξύ του να επαναστατήσει και του να παραιτηθεί, μέχρι που βρίσκει «καταφύγιο» σε ένα νέο τηλεοπτικό πρόγραμμα: τις υπέρ-βίαιες μάχες μέχρι θανάτου. Ο Ρέντα, γνωστός ως «Άρες», είναι ένας βετεράνος μαχητής που βγάζει τα προς το ζην κάνοντας μικροδουλειές για την αστυνομία. Οταν η αδερφή του κατηγορείται για οπλοκατοχή, θα διακινδυνέψει τα πάντα ώστε να καταφέρει να σώσει αυτήν και τις κόρες της.

Περισσότερο από το ares… μάρες κουκουνάρες που είναι το εύκολο και φτηνό λογοπαίγνιο που έρχεται στο νου όλων για μια γαλλική ταινία επιστημονικής φαντασίας, αυτό το εξίσου φτηνό ρεμίξ του «Blade Runner» με το «Hunger Games» και λίγο από «Leon» για να μας βρίσκεται, πλήττεται κυρίως από το γεγονός πως ό,τι αφηγείται βγάζει νόημα με τον πιο κλισέ τρόπο που το έχουμε δει να συμβαίνει σε δεκάδες ταινίες επιστημονικής φαντασίας που οραματίζονται δυστοπίες οι οποίες δεν απέχουν πολύ από την πραγματικότητα.

Ναι, η εικόνα του Παρισιού σαν να επρόκειτο για μια γκρεμισμένη και απειλητική Σαγκάη είναι αποστομωτική. Σχεδόν τόσο ώστε να παρακολουθήσει κανείς σχεδόν απορροφημένος την γεμάτη εχθρούς και εμπόδια διαδρομή του Ρεντά, ο οποίος δεν έχει καμία σημασία ότι τον υποδύεται ο Ολα Ραπάς που είναι Σουηδός (και σύζυγος της Νούμι Ραπάς), αφού τα γαλλικά που του χρειάζονται σε όλη την ταινία είναι περίπου μια σελίδα και αυτή να αποτελείται από τα απολύτως βασικά.

Με διάχυτη μελαγχολία και ένα πεσιμισμό (που προς τιμή του διατηρεί μέχρι και το φινάλε) το «Ares» είναι μια φιλότιμη προσπάθεια για το που θα οδηγήσει αυτή η οικονομική κρίση την Ευρώπη και πώς όλοι μας θα βρεθούμε πιόνια ενός συστήματος επιβίωσης πιο σκληρής και από το θάνατο. Ταυτόχρονα και μια δοκιμή για το πώς θα μπορούσε να μοιάζει το «ευρωπαϊκό» αντίπαλο δέος στο sci-fi του Χόλιγουντ, χωρίς να προδίδεται ντε και καλά από το επίπεδο της παραγωγής ή τις ιδέες πίσω από τις εικόνες.

Αυτές οι τελευταίες (οι ιδέες δηλαδή) είναι που δεν καταφέρνουν ωστόσο ποτέ να πάνε το όλο πράγμα λίγο παραπέρα, καθώς ανάμεσα σε σκηνές πάλης και μια ανθρώπινη ιστορία ενός άντρα που κάνει ότι κάνει για να σώσει την αδερφή του, είναι λίγα αυτά που σε ενδιαφέρουν πραγματικά ή που θα σε έκαναν να ταυτιστείς με κάποιον από τους ήρωες μέχρι και το τέλος.

Λίγο νουάρ, λίγο περιπέτεια, λίγο οικογενειακό δράμα και (δυστυχώς) ελάχιστα αστείο, ειρωνικό ή πολιτικά (πιο) σκεπτόμενο, το «Ares» επιλέγει τον εύκολο δρόμο για να γοητεύσει τον θεατή, πνίγοντας κάθε σκηνή σε ένα σύννεφο φουτουριστικής ατμόσφαιρας, η οποία δεν απέχει διόλου από τα προάστιου του σημερινού Παρισιού ή κάθε άλλης μεγάλης πόλης στον κόσμο.

Δεν θα νιώσει κανείς προδομένος, αλλά σίγουρα θα αισθανθεί μια ανία, καθώς (δεν) θα προσπαθεί να αποκωδικοποιήσει ένα τόσο προφανές μήνυμα υπέρ της αντίστασης στα κάθε είδους συστήματα και στο πόσο κακός είναι ο καπιταλισμός - σε ένα περιτύλιγμα που φλερτάρει συνεχώς με την επιτήδευση δίνοντας αχρείαστο βάρος σε κάτι που θα λειτουργούσε σαφώς καλύτερα αν έπαιρνε τον πιο απενοχοποιημένο δρόμο του b-movie (που είναι).