Στο Σαν Φρανσίσκο, στις αρχές του 20ου αιώνα, ο Μακ Τιγκ, ένας αγαθός πρώην χρυσωρύχος και νυν οδοντίατρος, ερωτεύεται την Τρίνα, με την οποία είναι ερωτευμένη και ο εξάδελφός της, και φίλος του Μακ Τιγκ, Μαρκους. Οταν ο Μάρκους κάνει πίσω, ο Μακ Τηγκ την κερδίζει και την παντρεύεται. Η Τρίνα κερδίζει 5.000 δολάρια στο λαχείο και δεν αργεί να πάθει εμμονή με τα κέρδη της. Ο Μακ, αντιμέτωπος με τη ζηλοφθονία του Μάρκους, χάνει το ιατρείο του και καταντά μέθυσος και αλήτης. Βαθύ μίσος χωρίζει τους τρεις πρώην φίλους. Η τελική αναμέτρηση των δύο αντρών θα γίνει στην Κοιλάδα του Θανάτου...

Συμβαίνει συχνά με τις ταινίες που συμπεριλαμβάνονται στη λίστα με τα μεγάλα αριστουργήματα του σινεμά, να απαιτείται από τον θεατή να γνωρίζει την ιστορία που κρύβεται πίσω από τη δημιουργία τους. Τα πότε, τα πώς και τα γιατί που τις γέννησαν και τις άφησαν στην ιστορία ως «μνημεία», σημεία αναφοράς και διαχρονικές αξίες για τις γενιές που θα ακολουθούσαν.

Η «Απληστία» του Εριχ Φον Στροχάιμ δεν αποτελεί εξαίρεση. Η ιστορία πίσω από τη δημιουργία της παραμένει μια από τις πιο θρυλικές στιγμές των απαρχών του σινεμά και οι χαμένες της κόπιες (η αρχική της διάρκεια άγγιζε τις εννιάμιση ώρες) παραμένουν ακόμη και σήμερα, 87 χρόνια μετά την πρώτη της προβολή το «ιερό δισκοπότηρο» της ιστορίας του σινεμά, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται από θεωρητικούς του κινηματογράφου.

Μαζί, όμως, με μερικές ακόμη ταινίες του βωβού σινεμά (ανάμεσα τους το «Μ» του Φριτζ Λανγκ, η «Αυγή» του Φρίντριχ Βιλχελμ Μουρνάου, για να αναφέρουμε μόνο δύο παραδείγματα εφάμιλλα του επιτεύγματος του Στροχάιμ), η «Απληστία» αποτελεί ταυτόχρονα και την εξαίρεση στον κανόνα. Γιατί όσες φορές και να την δεις, ακόμη κι αν δεν γνωρίζεις τίποτα γι’αυτήν, μπορείς να καταλάβεις πως μπροστά στα μάτια σου ξεδιπλώνεται κάτι σπουδαίο, κάτι μεγαλειώδες, κάτι τόσο δυνατό όσο οφείλει να είναι μια εμπειρία που θέλει να ονομάζεται «κινηματογραφική».

Ο,τι ξεκινάει σαν μια λεπτομερή τοιχογραφία της Αμερικής των αρχών του 20ου αιώνα εξελίσσεται γρήγορα σε ένα χειρουργικό πορτρέτο της ανθρώπινης φύσης για να καταλήξει σε μια ανατριχαστική απεικόνιση μιας κόλασης χτισμένης πάνω στις χούφτες από άμμο του αμερικανικού ονείρου. Σε μια αφηγηματική διαδρομή που διασχίζει το έπος, το ρομαντικό δράμα, την κωμωδία, το γοτθικό θρίλερ, το γουέστερν και οποιοδήποτε άλλο πιθανό κινηματογραφικό είδος με την άνεση ενός κλασικού εν τη γενέσει του έργου τέχνης.

Δεν είναι μόνο ότι ο Στροχάιμ ανακάλυψε το νατουραλισμό, επιμένοντας να γυρίσει ολόκληρη την ταινία (την πρώτη στην ιστορία του σινεμά) σε πραγματικές τοποθεσίες με αποκορύφωμα το εφιαλτικό γύρισμα στην Κοιλάδα του Θανάτου, ούτε ότι οι ηθοποιοί του παίζουν για πρώτη φορά στην ιστορία ρεαλιστικά αφήνοντας πίσω τους την άκαμπτη υποκριτική μανιέρα που θα συνοδεύει για πάντοτε ως κατάρα την εποχή του βωβού σινεμά.

Είναι η μοναδική ικανότητα ενός ιδιοφυή σκηνοθέτη να στήνει την κάμερα του (το βλέμμα του;) σε ικανή απόσταση από το δράμα, να ενορχηστρώνει τους ήρωες και τον περιβάλλοντα χώρο σε μια απέριττη σύνθεση δράσης και ακριβώς στο σημείο που θα έπρεπε να εισχωρήσει στο πλάνο, να απομακρύνεται αφήνοντας οτιδήποτε διαδραματίζεται στην οθόνη να αποτελεί ένα διάφανο κομμάτι πραγματικής ζωής.

Περισσότερο από μια παραβολή πάνω στο θανάσιμο αμάρτημα της απληστίας και την παραμόρφωση του ανθρώπινου είδους μπροστά στη λάμψη του χρήματος (θα άξιζε να αναζητήσετε την αποκατεστημένη κόπια των τεσσάρων περίπου ωρών που κυκλοφόρησε το 1999 και στην οποία αντικείμενα σε όλη τη διάρκεια της ταινίας είναι ζωγραφισμένα πάνω στο φιλμ στο χρώμα του χρυσού), ο Στροχάιμ αφηγείται ένα σκοτεινό παραμύθι για την εμμονή της ιδιοκτησίας, την σαρωτική δύναμη της επιθυμίας, την ανεξέλεγχτη μονομαχία ανάμεσα στο καλό και το κακό.

Και κάπως έτσι, έχοντας εξαντλήσει ήδη από το 1924 όλα όσα συνεχίζει να αντιγράφει ακόμη και σήμερα το σινεμά, αφηγείται την ιστορία του κόσμου από την αρχή σε ένα πεσιμιστικό μανιφέστο που συγκινεί βαθύτερα ακόμη και από την εποχή που γεννήθηκε. Το γεγονός πως το κάνει αριστουργηματικά στις δυόμιση ώρες που τελικά διασώθηκαν, δεν μπορεί παρά να προκαλέσει πραγματικό δέος στο τι ακριβώς πράττει στις αρχικές εννιάμιση ώρες της «Απληστίας».

Αν ισχύει όμως πως μερικές φορές πως ακόμη και μια σελίδα ενός κλασικού μυθιστορήματος ή ένα κομμάτι από έναν μεγάλο πίνακα είναι αρκετά για να καταλάβεις πόσο σπουδαίο είναι ένα έργο τέχνης, τότε ίσως δεν χρειάζονται άλλες λέξεις για να περιγράψεις πως δυόμιση ώρες είναι κάτι περισσότερο από αρκετές για να αντιληφθείς πόσο κοντά βρίσκεται η «Απληστία» στην πεμπτουσία του σινεμά.