Ιούλιος, 1789. Η Σιντονί Λαμπόρντ, μία κεντίστρα του παλατιού των Βερσαλλιών, που έχει προσληφθεί για να διαβάζει στην Μαρία Αντουανέτα, είναι κρυφά παθιασμένη με τη Βασίλισσα της. Μόνο που η παγιδευμένη στην περιφρόνηση του γάμου της Υψηλοτάτη δεν έχει μάτια παρά μόνο για την Δούκισσα του Πολνιάκ, μία αδίστακτη ερωμένη που κοιτάει στυγνά το συμφέρον της στην κοινωνική αναρρίχηση της Αυλής. Οταν ξεσπάει η επανάσταση στη Βαστίλη, η Βασίλισσα θα αναλάβει το κόστος της δικής της θυσίας, αλλά θα προσπαθήσει να σώσει όσους αγαπά. Εις βάρος όσων την αγαπάνε...

Ο Μπενουά Ζακό διασκευάζει το ομώνυμο μυθιστόρημα της Σαντάλ Τομά (που έγινε διεθνές best seller το 2002) και μας επιστρέφει στις Βερσαλλίες, τρεις μέρες προτού ξεσπάσει η Γαλλική Επανάσταση. Η Ιστορία δεν τον ενδιαφέρει τόσο (διαδραματίζεται κάπου μακριά, καταφθάνει στους αριστοκράτες ως ακαταλαβίστικη ηχώ) όσο η κατανόηση και απεικόνιση ενός αποκομμένου κόσμου και η αλαζονεία της αυθύπαρξίας του.

Ο Ζακό σκηνοθετεί το παλάτι ως ένα στοιχειωμένο σπίτι, όπου το θρίλερ που διαδραματίζεται στους σκοτεινούς διαδρόμους του είναι ταξικό, προσωπικό και για αυτό βαθιά πολιτικό. Με κάμερα στο χέρι, ελάχιστη χρήση μουσικής και κλειστά κοντινά σε πρόσωπα, μάτια, χείλη, γυμνή σάρκα ο σκηνοθέτης επιχειρεί να δείξει μία άλλη Μαρία Αντουανέτα από αυτή που έχουμε ιστορικά και κινηματογραφικά δει. Αισθησιακή, θερμή, ευάλωτη, ανασφαλής – με αγάπη για τις τέχνες και το διάβασμα, με σεβασμό και τρυφερότητα στο Βασιλιά της, αλλά άσβεστο πάθος για την ερωμένη της. Πάνω από όλα όμως αποκλεισμένη σ' ένα προστατευμένο κόσμο, δαιδαλώδη και σύνθετο, με δικούς του κανόνες και δική του δικαιοσύνη και τάξη πραγμάτων.

Η ματιά του σκηνοθέτη, ο οποίος υπογράφει και τη διασκευή του σεναρίου, έχει ένα ενδιαφέρον που όμως εξαντλείται στα πρώτα 20 λεπτά. Μετά κοιτάμε απλά ηδονοβλεπτικά και βαριεστημένα. Δραματικά άνισο, με βαρύ στόμφο και πρώτου επιπέδου σύγχρονη πολιτική αλληγορία, το δράμα εποχής του Ζακό δεν καταφέρνει να προκαλέσει με μία ανατροπή ιστορικά ή ανθρώπινα ουσιώδη – εκτός αν θεωρούμε πρόκληση ότι η φιγούρα της Μαρία Αντουανέτας παρουσιάζεται ως αμφισεξουαλική.

H Nταϊάν Κρούγκερ επιχειρεί να δώσει την αίσθηση του επείγοντος με την νευρική ερμηνεία της, η Λεντουαγιέν είναι εντελώς ανεκμετάλλευτη και κλισέ, ενώ η μόνη από τις τρεις πρωταγωνίστριες που ξεχωρίζει είναι η Λεά Σεϊντού («Μεσάνυχτα στο Παρίσι», «Επικίνδυνη Αποστολή: Πρωτόκολλο Φάντασμα»).

Η εύθραυστη ομορφιά των κοντινών της αποτελεί το μοναδικό στοιχείο της ταινίας που μένει στο μυαλό μετά τους τίτλους τέλους.