Στις αρχές του 19ου αιώνα, στο Βερολίνο, στην καρδιά του γερμανικού ρομαντισμού, ένας καταθλιπτικός ποιητής, ο Χάινριχ, αναζητά σύντροφο για ν’ αυτοκτονήσουν μαζί, θεωρώντας αυτήν την πράξη ως την ύψιστη δήλωση αγάπης και την οριστική απάντηση σ' έναν κόσμο που αλλάζει. Καθώς η εξαδέλφη του, με την οποία είναι ερωτευμένος, αρνείται την πρόταση, ο Χάινριχ στρέφεται στη συνεσταλμένη, αστή σύζυγο και μητέρα Χενριέτε που μόλις μαθαίνει ότι ίσως πάσχει από μοιραία ασθένεια.

Η Αυστριακή σκηνοθέτης του «Lourdes» βασίζεται στην πραγματική ιστορία της διπλής αυτοκτονίας του συγγραφέα Χάινριχ φον Κλάιστ και της Χενριέτα Φόγκελ το 1811, για να κάνει μια κυνική κωμωδία (με πρεμιέρα στο περσινό Ενα Κάποιο Βλέμμα του Φεστιβάλ Καννών) που σαρκάζει τον ανθρώπινο εγωκεντρισμό και τις συνέπειές του. Ενας ποιητής που θέλει να βάλει τέλος στη ζωή του για τον πιο αφηρημένο λόγο, κύριοι και κυρίες που συζητούν για τη γαλλική επανάσταση, την κοινωνική ισότητα, τις γυναίκες ως πρόθυμα υποχείρια των αντρών τους, τη δικαιωματική εξουσία της αριστοκρατίας, κομψά, πίνοντας το τσάι ή το λικέρ τους στο σαλόνι.

Η Χάουσνερ τοποθετεί τους ήρωές της είτε στη φύση, είτε, κυρίως, σε κλειστά δωμάτια υποφωτισμένα από κεριά, χωρίς ντεκόρ, με τα πιο λιτά κοστούμια και καθοδηγεί τους ηθοποιούς της να παίζουν αποστασιοποιημένα, ψυχρά, ανέκφραστα. Οι ήρωες αντιμετωπίζουν με την ίδια απάθεια τη ζωή και το θάνατο, όπως τα αδιάκοπα γερμανικά Lied που σε τακτά χρονικά διαστήματα κάποιος τραγουδά, συνοδεία πιάνου. Η ιδέα είναι αυτή η αντίθεση της απόλυτης ψυχρότητας με τα λόγια και τις πράξεις γεμάτες πάθος και ρομαντισμό, να λειτουργήσουν σατιρικά, ως κριτική μιας από τις σημαντικότερες περιόδους της ευρωπαϊκής διανόησης που απλώνει τα σημάδια της και στο σήμερα. Ωστόσο η Χάουσνερ δεν τολμά να υπονομεύσει αρκετά τους ήρωες και την ιστορία τους, καταλήγοντας περισσότερο μ' ένα αμήχανο, αντι-ρομαντικό αντι-μελόδραμα, με την αισθητική των σειρών του BBC του '80 και με μια κινηματογραφική σύλληψη που θα μπορούσε να έχει απογειωθεί στα χέρια του συμπατριώτη της Μίκαελ Χάνεκε ή, γιατί όχι, του Γιώργου Λάνθιμου.