Στην μεταπολεμική Αμερική, ο Σίμουρ Λεβόβ (ο «Σουηδός», όπως ήταν το ψευδώνυμο λατρείας του στα γήπεδα) τα έχει όλα: περήφανος βετεράνος, δοξασμένος πρώην αθλητής, ερωτευμένος σύζυγος της «Μις Νιου Τζέρσεϊ», υποδειγματικός επιχειρηματίας της βιοτεχνίας γυναικείων γαντιών που κληρονομεί από τον Εβραίο πατέρα του, αγαπημένο αφεντικό της αφροαμερικανικής εργατικής τάξης. Και πάνω από όλα, αφοσιωμένος πατέρας της Μέρι - της μοναχοκόρης τους, που αγαπούν και μεγαλώνουν ελεύθερα κι αντισυμβατικά στο μεγάλο εξοχικό τους σπίτι στα προάστια του Νιου Τζέρσεϊ. Οι Λεβόβ δεν ζουν το αμερικανικό όνειρο. Είναι το αμερικανικό όνειρο. Μέχρι που καταφθάνει η ηλεκτρισμένη πολιτικά και κοινωνικά δεκαετία του 60 και η έφηβη Μέρι επαναστατεί - συντάσσεται με το μέρος της Μαύρης Δύναμης και των εξεγέρσεων εναντίον του πολέμου στο Βιετνάμ. Κι αν κάτι αρχικά έμοιαζε με εφηβική αμφισβήτηση, μία βόμβα που σκάει στο ταχυδρομείο της μικρής τους κοινότητας και η ταυτόχρονη εξαφάνιση της Μέρι, ανατινάζει τα θεμέλια της οικογένειας. Συθλίβει το αμερικανικό όνειρο. Η Μέρι κόβει τον ομφάλιο λώρο για πάντα, επιλέγει τους αναρχικούς κύκλους του παράνομου περιθωρίου, δεν επιστρέφει ποτέ. Τίποτα δε θα είναι πια το ίδιο, όταν η κόρη σου απορρίπτει βίαια όλα όσα της πρόσφερες, όσα δημιούργησες, όλα όσα... είσαι.

Το «American Pastoral» (1997), το βραβευμένο με Πούλιτζερ μυθιστόρημα του Φίλιπ Ροθ κι ένα από τα 100 σπουδαιότερα βιβλία όλων των εποχών σύμφωνα με το περιοδικό Time, φυσικά και δεν αναφέρεται απλά στην ιστορία μίας οικογένειας. Η απότομη αφύπνιση της Αμερικής από την «νοικοκυρεμένη» πλάνη των 50ς, η δια πυρός και σιδήρου διεκδίκηση πολιτικής και κοινωνικής ισότητας, η αντισυστεμική αμφισβήτηση και εξέγερση, η (συνειδητή ή ασυνείδητη) υποκρισία της λευκής πατριαρχικής μπουρζουαζίας, η υπόσχεση ονείρου και το ξύπνημα στον εφιάλτη - όλη η μεταπολεμική Ιστορία της χώρας είναι παρούσα, κρίνει και κρίνεται, μέσα από τις σελίδες του Ροθ και την αφορμή της τραγωδίας των Λεβόβ. Πάνω από όλα, οι χαρακτήρες στέκονται ως αναγνωρίσιμα σύμβολα θεμάτων που η χώρα δεν ξεπέρασε ποτέ, καθώς ποτέ δεν τα αντιμετώπισε κατάματα και τα άφησε να σιγοβράζουν στο προβληματικό της υπόστρωμα που κάθε τόσο ξεσπά μίσος, βία και ψηφίζει Προέδρους που εκπροσωπούν τη ρατσιστική του πρώτη ύλη.

Κι αν για κάθε βιβλίο που γίνεται ταινία υπάρχει η στατιστικά μεγάλη πιθανότητα να αδικηθεί στη μεταφορά του στην μεγάλη οθόνη, για το μυθιστόρημα του Ρος κάθε κινηματογραφική απόπειρα έμοιαζε με χρονικό προαναγγελθέντος θανάτου. Κι όμως, ο Γιούαν ΜακΓκρέγκορ επέλεξε με τόλμη αυτό το πρότζεκτ για το σκηνοθετικό του ντεμπούτο. Και το προσέγγισε με σεμνότητα, ταπεινότητα, καμία επιδειξιομανία ή διάθεση αναμέτρησης. Δυστυχώς όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι έκανε μία καλή ταινία. Αντιθέτως.

Οσο ο ΜακΓκρέγκορ υποχωρούσε από σεβασμό στο υλικό, τόσο η ταινία φλάταρε. Η αισθητικά άρτια και αλά Εντουαρντ Χόπερ μελαγχολική ματιά του στην μεταπολεμική «americana», η πραγματιστική φωνή στην εξιστόρηση των γεγονότων, η απόσυρση του προσωπικού πολιτικού βλέμματος, παύουν κάποια στιγμή να είναι εργαλεία ψυχραιμίας στην διαχείριση μίας τεταμένης ιστορίας - παγώνουν το θεατή, δεν τον εγείρουν, δεν βρίσκουν δίοδο στο πνεύμα του, στην κρίση του, στη ευφυία του. Επικαλούνται στο τέλος μόνο το συναίσθημά του, ως εύκολο, τυπικό, μέτριο μελόδραμα. Ισως τελικά με το ανάστημα του Φίλιπ Ροθ να έπρεπε να συγκρουστεί ένας ισάξια δαιμονισμένα κι αντισυμβατικά ταλαντούχος σκηνοθέτης - ένας Πολ Τόμας Αντερσον, για παράδειγμα. Γιατί τέτοιες ιστορίες πρέπει να βιώνονται δύσκολα, απαιτητικά και αφυπνιστικά - εντός κι εκτός κάδρου.

Σε συνδυασμό με το σενάριο του Τζον Ρομάνο που περιορίζει τους χαρακτήρες σε σχήματα και τις ζωές τους σε συνόψεις, η ταινία αποτυγχάνει όχι απλά στην αφήγησή της, αλλά και στην ουσία της ιστορίας της. Βγαίνοντας από την αίθουσα το 2016, μία πολύ διαφορετική αλλά ειρωνικά ισοδύναμα εκρηκτική εποχή για την Αμερική, κουβαλώντας την αντίληψη ότι ο μόνος σώφρων ήρωας ήταν ο πατριάρχης «Σουηδός» (το κεντρικό σύμβολο του λευκού Αμερικανικού Ονείρου), κι όλοι ξαφνικά γύρω του τρελλάθηκαν (η κόρη της Nτακότα Φάνινγκ μοιάζει με αχάριστη γραφική χίπισσα μέχρι και τις τελευταίες ανάσες της, ενώ η σύζυγος της Τζένιφερ Κόνελι αδικείται παράφορα κάτω από την επιδερμική παγερή ομορφιά της) μοιάζει, και είναι, παταγώδης αποτυχία. Αποτυχία του δημιουργού, αποτυχία των ερμηνευτών, αποτυχία στην έναρξη ενός σύγχρονου, βαθύ, δομημένου κοινωνικοπολιτικού διαλόγου - όπως θα όφειλε.

Αποτυχία και χαμένη ευκαιρία να εκφραστεί κινηματογραφικά κάτι, δυστυχώς, εξαιρετικά σύγχρονο: το σπάσιμο της φούσκας στο οποίο επιλέγουμε να ζούμε στην συλλογική, ληθαργική πολιτική μας συνείδηση. Η προσγείωση, με έκπληξη και τρόμο και άρνηση, στον τοξικό ατμοσφαιρικό αέρα. Ο αντικατοπτρισμός με όσα απορρίπταμε, μας ξεπέρασαν, και τελικά πρέπει ηττημένα να παραδεχτούμε ως «πραγματικότητα». Το 2016, τη χρονιά που ένας νάρκισσος, επικίνδυνος, τρομολάγνος δημαγωγός εξελέγη Αμερικανός Πρόεδρος, τη χρονιά που η Μεγάλη Βρετανία αποφάσισε με επιπολαιότητα να ξαναγίνει «Μεγάλη» και η Ευρώπη καταρρέει με κρότο, το «Αμερικανικό Ειδύλλιο» θα έπρεπε να είναι μία άλλη ταινία, για να θεωρηθεί μια σπουδαία ταινία.