Πριν από περίπου 200 χρόνια, ο Τζον Τζέιμς Οντιμπόν, Αμερικανός με γαλλική καταγωγή, έχοντας δοκιμάσει την τύχη του στο εμπόριο στο Κεντάκι, χρεωμένος εξαιτίας της τότε οικονομικής κρίσης, βγήκε από το «κοινωνικό πλέγμα», ταξίδεψε στα βουνά, τα ποτάμια και τις πεδιάδες της χώρας και παρατήρησε τα πουλιά του τόπου: τα ζωγράφισε, στο φυσικό τους περιβάλλον, με τη λεπτομέρεια του φυσιοδίφη, την παρατηρητικότητα του επιστήμονα και τη φαντασία του καλλιτέχνη. Το αποτέλεσμα ήταν μια σειρά τόμων, λευκωμάτων ζωγραφικής στην πραγματικότητα, με τον τίτλο «Τα Πουλιά της Αμερικής», που επρόκειτο να γίνει το ακριβότερο βιβλίο στην ήπειρο, αξίας 10 εκ. δολαρίων.

Με την ίδια υπομονή στην παρατήρηση και την ίδια υπερβατική φαντασία, ο Μπαρτ Λέιτον, ο ντοκιμαντερίστας που το 2012 προκάλεσε αίσθηση με το «The Imposter», το ντοκιμαντέρ για τον Γάλλο άνδρα που έπεισε μια οικογένεια ότι είναι ο 16χρονος γιος που είχε χάσει, καταγράφει τα δικά του «αμερικανικά είδη», τους νέους που, χωρίς ελλείψεις, χωρίς ατυχίες, χωρίς απωθημένα, δοκιμάζουν το έγκλημα με ελαφρότητα, προκειμένου, απλώς, να δώσουν στη ζωή τους γεύση - και φτιάχνει την πιο αυθεντικά μεταμοντέρνα ταινία του σινεμά των τελευταίων δεκαετιών.

Η ταινία βασίζεται σε ιστορία πέρα ως πέρα πραγματική. Το 2004, δυο φοιτητές του Πανεπιστημίου Τρανσιλβάνια στο Λέξινγκτον του Κεντάκι, ο καλλιτέχνης, εσωστρεφής Σπένσερ και ο φαφλατάς, loud Γουόρεν, που παλεύει να κρατήσει την αθλητική υποτροφία του, έχουν μια παράτολμη ιδέα: να κλέψουν από τη βιβλιοθήκη τα «Πουλιά της Αμερικής» και, επί τη ευκαιρία, την «Καταγωγή των Ειδών» του Δαρβίνου που βρίσκεται επίσης εκεί. Είναι έτοιμοι να υπερπηδήσουν τα δυο βασικά εμπόδια: πώς θα πουλήσουν τα τόσο σπάνια, εμβληματικά βιβλία; Εχουν μια άκρη στο Αμστερνταμ. Πώς θα σχεδιάσουν τη ληστεία; Θα δουν πολλά heist movies. Κι αυτό και κάνουν, με προδιαγεγραμμένη την αποτυχία.

Σαν και τους ήρωές του, ο Λέιτον, από τη μια πλευρά, εμπνέεται από διάσημα heist movies για να φτιάξει το ύφος και το ρυθμό του, από το «Reservoir Dogs» μέχρι το «Ocean's Eleven», συντονίζοντας τη δράση με τη μουσική, τεντώνοντας την εικόνα με γραφιστική τάξη και ποπ διάθεση. Παράλληλα, εναλλάσσει τη μυθοπλασία με το ντοκιμαντέρ: η ταινία διακόπτεται από συνεντεύξεις με τους πραγματικούς δράστες που, στα 35 τους χρόνια πια, βρίσκονται στη φυλακή, έχοντας σχεδόν εκτίσει την ποινή τους. Η μυθοπλασία διακόπτεται από την πραγματικότητα, η πραγματικότητα χρωματίζεται από το συναίσθημα, τη ρευστότητα της ανάμνησης, τους προσωπικούς ανταγωνισμούς, τη συνεχιζόμενη φιλοδοξία για κάτι «σημαντικό», που μοιάζει κι αυτή με μυθοπλασία. Τα όρια της αλήθειας και του ψέματος μπερδεύονται, με τον Λέιτον να μανουβράρει από το ένα στο άλλο, επιβεβαιώνοντας και διαψεύδοντας ταυτόχρονα και τα δυο, σ' ένα συναρπαστικό παιχνίδι λεπτής υπονόμευσης και ειρωνείας.

Με τέσσερις υπογραφές στο μοντάζ, με συνεχόμενες ανατροπές της αφήγησης και του χρόνου, με την ταχύτητα που αναπτύσσει ένα φλεγόμενο καροτσάκι σούπερ μάρκετ που τρέχει μόνο του στο δρόμο, η ταινία έχει το σασπένς ενός θρίλερ, αλλά σε μικρές, ανάλαφρες δόσεις, επειδή η ίδια η «επιχείρηση» είναι μαζί σοβαρή κι ασόβαρη: συμβαίνει κάτι τραγικό, αλλά αντιμετωπίζεται, από την ταινία και τους ίδιους, σαν κάτι εξαιρετικά διασκεδαστικό. Ο Νορβηγός Ολε Μπρατ Μπίρκελαντ στη φωτογραφία, ξεκινά στατικά, με το βάρος και το βάθος ενός πίνακα του Εντουαρντ Χόπερ, για να οδηγηθεί κι αυτός στην ένταση της ληστείας, τρέχοντας με την κάμερα στο χέρι. Μέσα στο θαυμάσια επιλεγμένο καστ, από τον ανεξέλεγκτο Γουόρεν του Εβαν Πίτερς ως την Αν Ντάουντ στο ρόλο της βιβλιοθηκαρίου και μοναδικού «θύματος» του εγκλήματος, ο Μπάρι Κιόαν, μετά το «Θάνατο του Ιερού Ελαφιού» και τη «Δουνκέρκη», γίνεται μαγνήτης στην οθόνη, με το ιδιόρρυθμο πρόσωπο και τη διστακτική εκφραστικότητά του.

Μπλέκοντας τα είδη, τις στιγμές, την αλήθεια και τα στρώματα του ψέματος ή της «δημιουργικής» αφήγησης, ο Μπαρτ Λέιτον ενδιαφέρεται να στήσει ένα ψυχαγωγικό και φαντεζί heist movie και το καταφέρνει, αλλά περισσότερο ενδιαφέρεται γι' αυτή την ανθρωπολογική, κοινωνιολογική ή και φιλοσοφική αναρώτηση, την οποία υπαινίσσεται με έξυπνη ισορροπία, χωρίς να το κάνει θέμα, αφήνοντας τα ευρήματά του να διαπεράσουν την ταινία, διαθέσιμα σε όποιον και όπως τα αναζητήσει. Με έναν τρόπο που φέρνει στο μυαλό, ως θεωρητική επιλογή, το «Kate Plays Christine», ο Λέιτον ενώνει τη μυθοπλασία και το ντοκιμαντέρ σε μια νέα, μεταμοντέρνα αφήγηση, που βρίσκει το ιδανικό της αντικείμενο: τα θαμπά όρια της ανάμνησης, τη ρευστότητα του κομπασμού, τις διαφορετικές αντανακλάσεις στην πολυπρόσωπη απόδοση του ίδιου γεγονότος. Κι αυτή την άσκηση, την εκτελεί με το κέφι του γοητευτικού σινεμά και την απόλαυση μιας ταινίας που βλέπεται παρέα με ποπ-κορν.