Oταν η Αλίτα ξυπνά χωρίς να θυμάται ποια είναι σε έναν μελλοντικό κόσμο που δεν αναγνωρίζει, την περιμαζεύει ο Iντο, ένας ευγενικός επιστήμονας που αντιλαμβάνεται ότι κάπου μέσα σε αυτό το ανθρωποειδές κρύβεται η καρδιά και η ψυχή μιας νεαρής γυναίκας με ξεχωριστό παρελθόν. Καθώς η Αλίτα μαθαίνει να περιπλανιέται στη νέα της ζωή και στους επικίνδυνους δρόμους της Άιρον Σίτι, ο Αΐντο προσπαθεί να την προφυλάξει από το αινιγματικό παρελθόν της, τη στιγμή που ο «περπατημένος» νέος της φίλος Χιούγκο είναι διατεθειμένος να τη βοηθήσει να ξυπνήσει τις μνήμες της. Μόνο όταν οι φονικές και διεφθαρμένες δυνάμεις της πόλης καταδιώκουν την Αλίτα, εκείνη ανακαλύπτει ένα στοιχείο για το παρελθόν της – έχει μοναδικές πολεμικές ικανότητες και αυτοί που είναι στην εξουσία θα κάνουν τα πάντα για τις υποτάξουν. Αν καταφέρει να τους ξεφύγει, ίσως να είναι το κλειδί για τη σωτηρία των φίλων της, της οικογένειάς της και του κόσμου που έμαθε να αγαπά.

Eνα πράγμα που δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί στον Τζέιμς Κάμερον είναι ότι είναι ένας δημιουργός με ένα απέραντο κινηματογραφικό όραμα. Ακόμα και σε ταινίες που δεν σκηνοθετεί, έχοντας είτε αναλάβει την παραγωγή είτε το σενάριο, νιώθει κανείς την επιβλητική επιρροή του στο τελικό αποτέλεσμα. Ενα αποτέλεσμα που ενώ μπορεί συχνά να μοιάζει οικείο ως ένα βαθμό, καταφέρνει να παρουσιάζεται κάθε φορά με έναν τόσο πρωτότυπο τρόπο που δείχνει φρέσκο και εντυπωσιακό ταυτόχρονα.

Κάτι τέτοιο προσπαθεί να κάνει και με τον κόσμο της Αλίτα. Βασισμένη στο ιαπωνικό μάνγκα του Γιουκίτο Κισίρο «Battle Angel Alita», η συγκεκριμένη ταινία ήταν ένα από τα πιο αγαπημένα πρότζεκτ του Κάμερον, το οποίο ήθελε να δει γίνεται πραγματικότητα εδώ και χρόνια. Ετσι, και ενώ ο ίδιος δεν μπόρεσε να το σκηνοθετήσει μιας και ασχολείται - ακούραστα για εκείνον όχι το ίδιο και για εμάς - με τις συνέχειες των «Avatar», την παρέδωσε στον Ρόμπερτ Ροντρίγκεζ, με τον ίδιο να κρατάει μόνο την παραγωγή και το σενάριο.

Αποστασιοποιημένος τον τελευταίο καιρό από οτιδήποτε blockbuster και mainstream χολιγουντιανό προς ενίσχυση των πιο ευφάνταστων και ανεξάρτητων ταινιών του, ο Ρόμπερτ Ροντρίγκεζ αποδεικνύει πως η απόφαση του Κάμερον ήταν η πιο σωστή. αφού με την «Alita» αποδεικνύει έμπρακτα πως είναι αρκετά ικανός να παίξει με τα μεγάλα στούντιο ολοκληρώνοντας μια αρκετά τίμια μεταφορά του έργου και οράματος του Κισίρο στην μεγάλη οθόνη.

Παρά τα φαινόμενα της χιλιοειπωμένη ιστορίας μιας δυστοπίας που κρατάει σε απόσταση ασφαλείας τους πλούσιους από τους φτωχούς, η «Αλίτα» δεν είναι μια ακόμη cyberpunk ταινία δράσης. Ο Ροντρίγκεζ, γνωστός για την εκκεντρική τόλμη του, δημιουργεί εδώ ένα κόσμο ζωντανό και γεμάτο λεπτομέρεια, με συναρπαστικές τοποθεσίες, ρεαλιστικά cyborgs και θανατηφόρα ρομπότ, κάνοντάς τον οπτικά να δείχνει εντυπωσιακός. Ταυτόχρονα, ενορχηστρώνει με ζήλο και περίσσιο κέφι, μερικές από τις πιο ξέφρενες σκηνές δράσεις που θα δείτε φέτος. Από την κίνηση της κάμερας μέχρι τα εντυπωσιακά εφέ, όλα δίνουν μια απίστευτη δυναμική σε κάθε του πλάνο και αυτό, σε συνδυασμό με την χορογραφία της δράσης, κάνουν τις σκηνές αυτές φαντασμαγορικές, και την ταινία μια από τις καλύτερές και διασκεδαστικότερες του εδώ και αρκετό καιρό.

Αλλά αυτό είναι αρκετό για να μιλάμε για ένα ήδη κλασικό κομμάτι κινηματογραφικής επιστημονικής φαντασίας;

Ισως θα ήταν, αν το σενάριο της «Alita» δεν ήταν παραγεμισμένο με τόσες πολλές πλοκές, χαρακτήρες και γεγονότα, που της δίνουν ελάχιστο χώρο να ανασάνει. Στο σενάριο, στο οποίο αναμειγνύονται οι ιστορίες των τεσσάρων πρώτων βιβλίων της σειράς (η κυρίως ιστορία από το πρώτο και δεύτερο βιβλίο και η «Motorball» ιστορία από το τρίτο και τέταρτο βιβλίο), τα πάντα εξελίσσονται με ρυθμό πυροβόλου, ενώ η πλοκή μοιάζει ικανή να γεμίσει όχι μία αλλά αρκετές ταινίες. Από την Αλίτα να προσπαθεί να πιάσει ένα κατά συρροή δολοφόνο, μέχρι το αχρείαστο ρομάντζο της με το κακό παιδί Χιούγκο και τους αγώνες Motorball, o Κάμερον και η Λέτα Καλογρίδης (που συνυπογράφει το σενάριο) προσπαθούν να χωρέσουν τα πάντα σε μια ταινία, καταλήγοντας σε μια δομή που θυμίζει επεισόδια, κάνοντας τα πάντα στα 122 λεπτά διάρκειά της να δείχνουν βιαστικά. Ισως αυτό ικανοποιήσει τις πιο νεαρές ηλικίες, αλλά το πιο ενήλικο και απαιτητικό κοινό δεν θα βρει κάτι το ελκυστικό στο σενάριό της. Αυτό, ευτυχώς, δεν σημαίνει πως δεν υπάρχουν στιγμές μέσα που κάνουν την ιστορία να λάμψει, έστω και για λίγο, τιμώντας κάπως φευγαλέα το μάνγκα.

Ακόμα και οι χαρακτήρες της μοιάζουν να κινούνται ανάμεσα στους απλά ενδιαφέροντες και στις τελείως καρικατούρες. Μόνο η Ρόζα Σαλαζάρ στον ρόλο της Αλίτα ξεχωρίζει, δίνοντας μια πρωτόγνωρη ζεστασιά και ανθρωπιά στον ρόλο της, ξεπερνώντας οποιαδήποτε προσδοκία. Ακόμα και κάτω από τους τόνους CGI, ποτέ δεν μοιάζει αμήχανη, προσφέροντας μια ερμηνεία με πηγαίο συναισθηματισμό και απύθμενη ζωντάνια. Αν τα μάτια είναι η πόρτα στην ψυχή κάποιου, τότε στα υπέροχα τεράστια μάτια της Αλίτα οι συγκεκριμένες πόρτες είναι πραγματικά ορθάνοιχτες. Δεν μπορεί να πει όμως κάνεις το ίδιο και για το υπόλοιπο, ταλαντούχο καστ που δυστυχώς παραμένουν χάρτινοι. Οι κακοί της υπόθεσης Μαχερσάλα Αλι και Τζένιφερ Κόνελι είναι μονοδιάστατοι ως το τέλος, ο Κριστόφ Βαλτζ, ως το πατρικό πρότυπο της Αλίτα, έχει ένα ενδιαφέρον ως χαρακτήρας, αλλά χάνεται στο δεύτερο μισό της ταινίας.

Το «Alita: Battle Angel» τελειώνει το ίδιο βιαστικά όσο κυλάει, αφήνοντας αρκετά αναπάντητα ερωτήματα τα οποία θα απαντηθούν σε μια, ελπίζουμε, συνέχειά της. Μπορεί η ιστορία της να μην έχει το αντίκτυπο των μάνγκα, και να χάνεται μέσα στην fast forward πλοκή, αλλά σίγουρα προσφέρει δύο ώρες αγνής και αβίαστης διασκέδασης, με αρκετές πινελιές από την κινηματογραφική μαγεία που μόνο ο Κάμερον και ο Ροντρίγκεζ θα μπορούσαν να της χαρίσουν.