Μια χιλιετία έχει περάσει από τότε που κατακλυσμικά φαινόμενα ανάγκασαν τους κατοίκους της Γης να μετοικίσουν στον πλανήτη Νόβα Πράιμ που έγινε το καινούργιο σπίτι της ανθρωπότητας. Εκεί επιστρέφει ο θρυλικός στρατιώτης Σάιφερ Ρέιτζ μετά από μια παρατεταμένη αποστολή για να επανασυνδεθεί με την αποξενωμένη οικογένειά του και κυρίως τον δεκατριάχρονο γιο του, Κιτάι. Ενώ πατέρας και γιος ταξιδεύουν σε έναν κοντινό πλανήτη, μια θύελλα αστεροειδών καταστρέφει το διαστημόπλοιό τους και συντρίβονται στον αφιλόξενο πια πλανήτη Γγη. Οσο ο Σάιφερ αργοπεθαίνει στην καμπίνα του διαστημόπλοιου, ο Κιτάι πρέπει να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων και να βρει τρόπο να σωθούν. Στην περιήγησή του στη Γη θα συναντήσει νέα εξελιγμένα είδη κι ένα αμείλικτο εξωγήινο τέρας. Ολη του τη ζωή ο γιος ήθελε να είναι ένας σπουδαίος στρατιώτης σαν τον πατέρα του. Αυτή είναι η ευκαιρία του.

Μοιάζει ανώφελο να αντιμετωπίζεις, εν έτει 2013, τον Μ. Νάιτ Σιάμαλαν ως έναν σκηνοθέτη από τον οποίο περιμένεις πλέον κάτι.

Από το «Village» και μετά, η πάλαι πότε μεγαλύτερη αποκάλυψη που έκανε το σύγχρονο Χόλιγουντ δεν είναι παρά μια λυπηρή περίπτωση σκηνοθέτη που προσπαθεί να βρει τη θέση του στη βιομηχανία σκηνοθετώντας ανώφελα action movies, επιβεβαιώνοντας ταινία με την ταινία το πόσο υπερεκτιμημένος υπήρξε, όσο σπουδαία ταινία και αν παραμένει η «Εκτη Αίσθηση».

Στο «After Earth», ο Σιάμαλαν πρέπει να συγκινήθηκε από την εμπιστοσύνη που του έδειξε ο Γουιλ Σμιθ (αφού το πρότζεκτ υπήρξε βασισμένο σε μια δική του ιστορία και ήταν από την αρχή μια ακόμη ευκαιρία να συναντηθεί στην ίδια ταινία με τον γιο του, Τζέιντεν Σμιθ μετά το «The Pursuit of Happiness»), πιστεύοντας πως ίσως σε αυτήν την ταινία κρύβεται η ευκαιρία να ανακτήσει δυνάμεις και να αναγνωριστεί επιτέλους ως ένας μεγάλος auteur.

Μόνο που προφανώς συγκινηθήκε υπερβολικά και κατά τη διάρκεια της συγγραφής του σεναρίου, ξέχασε πως για να κάνεις μια ταινία χρειάζεσαι χαρακτήρες, πως εκτός από plot twists υπάρχει και κάτι που λέγεται «δράμα» και πως τα κλισέ υπάρχουν ή για να τα αποφύγεις ή για να τα εκμεταλλευτείς, όχι πάντως για να τα αναπαράγεις μέχρι τελικής πτώσης χωρίς ίχνος αιδούς.

Το «After Earth» είναι τόσο επίπεδο, όσο και οι αχανείς πεδιάδες που καλύπτουν πλέον τον κατεστραμμένο πλανήτη Γη.

Οσο και να προσπαθήσεις να ανακαλύψεις το λόγο για τον οποίο σε μια διάρκεια φιλμικού χρόνου της μιάμιση ώρας δεν συμβαίνει στην πραγματικότητα τίποτα, βρίσκεσαι συνεχώς αντιμέτωπος με ανεπαρκείς απαντήσεις.

Οσο και να προσπαθήσεις να δικαιολογήσεις το γιατί ο Γουιλ Σμιθ μιλάει ασταμάτητα στον γιο του καθοδηγώντας τον μέσα στη ζούγκλα, σαν είναι κάτι ανάμεσα σε ηχογραφημένη κασέτα και εκκολαπτόμενος Γιόντα, δεν θα πάρεις ποτέ επαρκείς απαντήσεις.

Οσο και αν θέλεις να κατανοήσεις γιατί ο Μ. Ναιτ Σιάμαλαν δεν δείχνει να έχει την ελάχιστη διάθεση για χιούμορ, αλλά αντ’ αυτού πνίγει όλο το φιλμ σε μια βαριά και ασήκωτη οπερατική μελαγχολία σαν να επρόκειτο τουλάχιστον για το «2001: Η Οδύσσεια του Διαστήματος», δεν μπορείς να χωνέψεις το πόσο αδιάφορο αποδεικνύεται όλο αυτό που εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια σου.

Οσο ο μικρός Τζέιντεν Σμιθ προσπαθεί να σε πείσει πως μπορεί να είναι και ένας μελλοντικός σταρ (και σχεδόν το έχει αποδείξει στο παρελθόν), τίποτα δεν μπορεί να σε αποσπάσει από την αίσθηση πως παίζει συνεχώς με τις ίδιες μούτες κινηματογραφημένες από διαφορετικές οπτικές γωνίες.

Σκηνοθετημένο σαν ένα βίντεο game σε slow motion που απλά δεν θα πουλούσε ούτε ένα κομμάτι αν έβγαινε ποτέ στην αγορά, το «After Earth» πάσχει, ανάμεσα σε όλα τα παραπάνω, και από μια ανώφελη διάθεση να πλασαριστεί ως κάτι πραγματικά σοβαρό, ένα δοκίμιο πάνω στο φόβο, την καταστροφή της φύσης και τη δύναμη της ανθρώπινης ύπαρξης (εδώ και οι βάσιμες υποψίες πως ο Γουιλ Σμιθ κάνει με αυτήν την ταινία μια ωδή στη Σαϊεντολογία) και ταυτόχρονα μια ιστορία πατέρα – γιου που θα ήθελε πολύ να μείνει κλασική.

Στην πρώτη μισή ώρα της ταινίας έχεις ήδη αντιληφθεί πως δεν είναι τίποτα απ’ όλα τα παραπάνω. Στα σαρανταπέντε λεπτά έχεις αρχίσει να εκτιμάς αναδρομικά το «Oblivion». Και στην υπόλοιπη ώρα που απομένει πριν το τέλος, απλά προσπαθείς να βρεις τρόπους να καταπολεμήσεις την ανία. Αν στο μεταξύ δεν έχεις κοιμηθεί – δεν θα σε κατηγορήσει κανείς - με νανούρισμα το εξουθενωτικό voice over του Γουίλ Σμιθ...