Κάνε ησυχία ή αλλιώς… σώπασε για πάντα. Κάπως έτσι συνοψίζεται η βασική ιδέα που κρύβεται πίσω από το «Ενα Ησυχο Μέρος», το οποίο παίζει στη διαπασών με ένα από τα πιο αρχετυπικά στοιχεία κάθε θρίλερ επιβίωσης που σέβεται τον εαυτό του: εκείνο της σιωπής, που αποτελεί συνήθως απαραίτητο εφόδιο για κάθε ήρωα που πασχίζει να περάσει απαρατήρητος προκειμένου να γλιτώσει από τους οποιουδήποτε είδους θανάσιμους διώκτες του, ανθρώπινης ή μη προέλευσης. Και είναι αυτή ακριβώς η απλότητα της κεντρικής ιδέας του, απογυμνωμένης από περιττές εξηγήσεις και φιοριτούρες, που κάνει τόσο αποτελεσματικό το φιλμ του ηθοποιού Τζον Κραζίνσκι, ο οποίος δοκιμάζεται για πρώτη φορά –και με απρόσμενη επιτυχία– στο είδος του τρόμου, στην τρίτη (και αναμφίβολα καλύτερη) σκηνοθετική του απόπειρα μέχρι σήμερα.

Το σκηνικό μοιάζει εκ πρώτης όψεως οικείο: ένα όχι και πολύ μακρινό μετα-αποκαλυπτικό μέλλον, βγαλμένο θαρρείς από τον κόσμο του «The Walking Dead», όπου οι λιγοστοί επιζώντες πασχίζουν να επιβιώσουν απέναντι σε έναν μυστηριώδη κίνδυνο. Και ο μοναδικός τρόπος να το καταφέρουν είναι να κάνουν απόλυτη ησυχία προκειμένου να μη γίνουν αντιληπτοί από αυτό που μοιάζει να έχει οδηγήσει το ανθρώπινο είδος στα όρια της εξαφάνισης. Και με τον πιο σοκαριστικό τρόπο, ο Κραζίνσκι μας συστήνει για πρώτη φορά την απειλή που κάνει την πενταμελή οικογένεια των πρωταγωνιστών του να περπατά ξυπόλητη και να μιλά με τη νοηματική γλώσσα: μια αγνώστου προέλευσης ράτσα πλασμάτων που έλκονται από τον παραμικρό ήχο για να επιτεθούν ακαριαία και να κατασπαράξουν τα θύματά τους.

Χτίζοντας μεθοδικά, αλλά ταυτόχρονα με συνοπτικές διαδικασίες, έναν κόσμο όπου η σιωπή είναι πραγματικά πολύτιμη και αποτελεί ζήτημα ζωής και θανάτου, ο Κραζίνσκι εκμεταλλεύεται στο έπακρο το βασικό αυτό εύρημα μετατρέποντας κάθε απλή διαδικασία και καθημερινή εργασία σε αγωνιώδη άθλο – τόσο για τους χαρακτήρες όσο και για τους θεατές του. Κι αν αυτό δεν σας φαίνεται ικανό να προκαλέσει αληθινό τρόμο, προσπαθήστε να φανταστείτε μια πραγματικότητα όπου θα πρέπει να μετακινηθείτε, να μαγειρέψετε, να φάτε, να επικοινωνήσετε και εν τέλει να ζήσετε, χωρίς να κάνετε τον παραμικρό θόρυβο, καθώς κάτι τέτοιο ισοδυναμεί με βέβαιο θάνατο.

Χωρίς να στηρίζεται υπερβολικά στα συνήθη εκκωφαντικά ξαφνιάσματα του είδους, δίχως φλυαρίες (κυριολεκτικά και μεταφορικά), ο Κραζίνσκι αξιοποιεί τους φαινομενικά απλούς κανόνες που θέτει εξαρχής, για να αντλήσει αγνό, καθαρόαιμο τρόμο από πράγματα συνηθισμένα και το πώς μπορεί κανείς να αντιδράσει σε αυτά χωρίς να φωνάξει ή να ουρλιάξει, από χαρά, έκπληξη ή πόνο: ένα παιδί που διψάει να παίξει με ένα ηλεκτρονικό παιχνίδι, ένα βάζο που πέφτει άξαφνα, ένα γυμνό καρφί που εξέχει δυσοίωνα από μια σανίδα στο πάτωμα ή ακόμα –στην πιο τρομακτική σκηνή της ταινίας– έναν τοκετό.

Υποβοηθούμενο από ένα ευφυές, σφιχτοδεμένο σενάριο που δεν ενδιαφέρεται να αναλύσει την καταγωγή του κακού και το πώς ο κόσμος έφτασε στο χείλος της καταστροφής, κι από έναν κομβικής σημασίας ηχητικό σχεδιασμό, το φιλμ διατηρεί αμείωτη την ένταση, βαδίζοντας νομοτελειακά προς την παραπάνω αυτή σκηνή (είναι αναμενόμενη από την πρώτη στιγμή που αντιλαμβανόμαστε ότι η ηρωίδα της Εμιλι Μπλαντ είναι έγκυος), που βρίσκει τους χαρακτήρες να παλεύουν μαζί και ξεχωριστά σε μια άνιση παρτίδα επιβίωσης και το κοινό στην άκρη του καθίσματός του.

Ακόμα κι όταν καταφεύγει στα γνωστά κλισέ που θέλουν την οικογένεια ενωμένη μπροστά στον κοινό κίνδυνο, το «Ενα Ησυχο Μέρος» κατορθώνει να αντλήσει πρωτόγνωρο για τα δεδομένα του είδους συναίσθημα, βάζοντας τα μέλη της να πασχίζουν να μοιραστούν βουβά όλα όσα είναι δύσκολο να εκφραστούν με λόγια. Κι αυτό δεν είναι μικρό κατόρθωμα για ένα φιλμ τρόμου που δεν προσποιείται ότι προσπαθεί να κάνει πολλά περισσότερα από το να σε τρομάξει. Αλλά ευτυχώς το κάνει καλά.