Τι κάνεις όταν είσαι ένας κοκκινομάλλης έφηβος, που δεν έχεις κανένα πραγματικό φίλο εκτός από τον ψυχίατρό σου; Όταν όλοι σε μισούν, ιδιαίτερα η οικογένειά σου; Όταν οι συμμαθητές σου σε κοροϊδεύουν και σε κακομεταχειρίζονται; Αναζητώντας στη ζωή του απαντήσεις, ο πρωταγωνιστής ξοδεύει όλα του τα λεφτά στην αγορά ενός γρήγορου αυτοκινήτου και μιας στιλάτης γκαρνταρόμπας, παίρνει μαζί τον εξίσου μη δημοφιλή κολλητό του και ξεκινάει για τη χώρα των κοκκινομάλληδων, την Ιρλανδία. Μόνο που το ταξίδι του κινδυνεύει να εξελιχθεί σε ένα ξέσπασμα μίσους, βίας και αυτοκαταστροφής

Στην αρχή ήταν απλά ο γιος του Κώστα Γαβρά. Στη Συνέχεια το τρομερό παιδί πίσω από την κολεκτίβα των Kourtjame. Κατόπιν ποπ προβοκάτορας μέσα από μια σειρά από ιδιοφυή αλλά ενοχλητικά για πολλούς, βίντεο κλιπ όπως εκείνο των Justice ή της Μ.Ι.Α.

Με το «Θα ρθει η Μέρα και για Μας» δοκιμάζει να εξελίξει το σύμπαν των εικόνων του, να δημιουργήσει το big bang εκείνο που θα εκτινάξει τα ολιγόλεπτα πυροτεχνήματα των εικόνων του, στο ύψος και το μέγεθος μιας μεγάλου μήκους ταινίας.

Η υπόθεση της ταινίας του, θα θυμίσει σε όσους το έχουν δει, το κλιπ της Μ.Ι.Α.: δυο κοκκινοτρίχηδες ήρωες κυνηγημένοι από τον κόσμο, όμως αν εκεί οι επιρροές απηχούσαν κυρίως το «Punishment Park» του Πίτερ Γουότκνις, εδώ, έρχονται από δεκάδες διαφορετικές πηγές και φιλτράρονται από ένα μυαλό που μοιάζει να σκέφτεται με πλάνα, cut, με μόνο οδηγό τον ρυθμό των εικόνων.

Τι κρίμα λοιπόν που το καλοδουλεμένο μείγμα σκηνοθετικής ενέργειας, έξυπνων (ή κατά στιγμές και εξυπνακίστικων ιδεών), ειρωνείας, ανάποδου χιούμορ, πικρής δύναμης, δεν συνοδεύεται από ένα σενάριο που κατορθώνει να τα δέσει σε ένα αποτέλεσμα που να είναι περισσότερο από στιγμιαία ερεθιστικό κινηματογραφικά.

Ισως φταίει ότι δεν κατορθώνει να προσδώσει στους ήρωες σχεδόν καμιά άλλη ιδιότητα πέρα από το χρώμα των μαλλιών τους, η το γεγονός ότι ο Βενσάν Κασέλ καταπίνει σκηνικό, συμπρωταγωνιστές, ιστορία, οτιδήποτε προσπαθεί να σταθεί δίπλα του, με μια ερμηνεία που σαρώνει τα πάντα στην απολαυστική υπερβολή της.

Ή πάλι, ίσως ότι ο ίδιος ο Γαβράς δεν είχε στο μυαλό του ξεκάθαρη την ιδέα του ταξιδιού της ταινίας, που όπως και το road trip των ηρώων της, δεν έχει σκοπό, αλλά τελικά ίσως ούτε καν νόημα. Ακόμη και η ιδέα μιας παραβολής για τον ρατσισμό και την διαφορετικότητα, μοιάζει να αντιμετωπίζεται με περισσότερο «βάθος» και αποτελσματικότητα, στο συγγενικό κλιπ της Μ.Ι.Α., απ ότι εδώ

Και δυστυχώς το «ωραίο ταξίδι» που θα δικαιολογούσε μια ταινία που βρήκες «φτωχική», στην περίπτωση του φιλμ του Γαβρά είναι τέτοιο μόνο αποσπασματικά. Και ίσως ακουστεί άδικο, αλλά η τελική αίσθηση που σου αφήνει δεν είναι μιας ολοκληρωμένης ταινίας, αλλά μιας συλλογής από σεκάνς που αποκομμένες η μια από την άλλη θα έντυναν συναρπαστικά μουσικά κομμάτια τριών λεπτών η κάθε μια...