Ο Αντρέας και η Κάθριν είναι παντρεμένοι με δύο παιδιά και διατηρούν ένα πετυχημένο αρχιτεκτονικό γραφείο. Με αφορμή μια επαγγελματική συνάντηση βρίσκονται σε ένα πολυτελές θέρετρο του οποίου το αρχιτεκτονικό τους γραφείο είναι υποψήφιο να αναλάβει την ανακαίνιση. Στην παραμονή τους εκεί συζητώντας τον τρόπο για το πως θα πρέπει να χειριστούν το έργο το οποίο έχουν αναλάβει θα εμπλακούν σε μια έντονη αντιπαράθεση της σχέσης τους. Η ένταση που ακολουθεί θα τους οδηγήσει σε μια ανεξέλεγκτη πορεία χωρισμού, εξομολογήσεων και ακροτήτων που είναι πρωτόγνωρη και για τους δύο. Την επόμενη μέρα και ενώ όλα δείχνουν πως η σχέση τους έχει τελειώσει ο εφιάλτης της νύχτας που πέρασαν θα τους ενώσει ξανά για πάντα.

Γραμμένο σαν ένα θρίλερ που εκτυλίσσεται κατά τη διάρκεια ενός 24ωρου μέσα σε ένα και μόνο χώρο, το «4ever» μπορεί να μην είναι ένα θεατρικό έργο που τέμνει το θέμα «γάμος», αλλά διαθέτει όλη την ειλικρινή απλότητα ενός σύγχρονου δράματος που γεφυρώνει άλλοτε με χιούμορ, άλλοτε με μελαγχολία και σίγουρα με μια διαρκή διάχυτη διάθεση κυνισμού τα πώς και τα γιατί ανάμεσα σε έναν άντρα και μια γυναίκα.

Ακριβώς έτσι, με την ίδια απλότητα και την ίδια ατμόσφαιρα ενός θρίλερ δωματίου, το σκηνοθετεί και ο Γιώργος Πυρπασόπουλος, τρυπώνοντας μέσα στον ερμητικά κλειστό θεατρικό του κόσμο για να αναδείξει τις κινηματογραφικές του προεκτάσεις.

Ο,τι ξεκινάει σαν ένα φαινομενικά απλό παιχνίδι για δύο, εξελίσσεται σταδιακά σε ένα ανθρωποκυνηγητό με το ρόλο του θύτη και του θύματος να εναλάσσονται μέχρι το σημείο τελικής πτώσης. Μια απλή αίσθηση πως κάτι πάει στραβά όταν πρωτοσυναντούμε τον Ανδρέα και την Κάθριν στην αρχή της ταινίας, θα επιβεβαιώσει τις υποψίες καθώς ο εφιάλτης μοιάζει να έχει ξεκινήσει ήδη πριν την είσοδο τους στη σουίτα ενός παραλιακού ξενοδοχείου.

Χωρίς σκηνοθετικούς ακροβατισμούς, με μια καθαρή φωτογραφία, αποτελεσματική διαδοχή σιωπών και δράσης και ελάχιστες ανάσες εξωτερικών χώρων που αναδύουν ωστόσο την ίδια κλειστοφοβική ατμόσφαιρα, ο Πυρπασόπουλος, ακόμη και όταν η αγγλική γλώσσα δεν μπορεί να κρύψει την «ελληνικότητα» των διαλόγων, είναι φανερό πως προσπαθεί να κρατήσει την αφήγηση του όσο πιο διάφανη γίνεται.

Και εν μέρει το καταφέρνει, επικεντρώνοντας το βλέμμα του στους δύο ήρωες του καθώς αυτοί αποσυντίθενται κάτω από το βάρος των εξομολογήσεων τους και της διαπίστωσης πως ότι θεωρούσαν μέχρι σήμερα δεδομένο ήταν απλά μέρος μιας σύμβασης που δεν τους έδωσε ποτέ το χρόνο να κοιταξουν τον εαυτό τους και κυρίως τον «άλλον» στον καθρέφτη.

Αν ο Πυρπασόπουλος προδίδεται τελικά από κάτι, είναι από τη σκηνοθετική του απειρία να κορυφώσει την ένταση του δράματος ισορροπώντας χωρίς στιβαρότητα πάνω στη λεπτή γραμμή του θεατρικού με το κινηματογραφικό, του δραματικού με το κωμικό, του ρεαλισμού με το φανταστικό.

Κλίνοντας περισσότερο προς το «σοβαρό» του θέματος και παραμερίζοντας την ελαφρότητα – γιατί όχι και το fun γκροτέσκο της τελευταίας σύγκρουσης; - με την οποία το έργο αντιμετωπίζει την προαιώνια πάλη των φύλων, το «4ever» βαραίνει ορθά στο δεύτερο μέρος, χάνοντας ωστόσο την αίσθηση μιας στιγμής μέσα στο χρόνο όπου ο παραλογισμός παίρνει κεφάλι μπροστά στην πραγματικότητα.

Αφήνοντας τον μελαγχολικό ήρωα του (που υποδύεται ο ίδιος ο Πυρπασόπουλος) και την εκφραστική Μόνικα ΜακΣέιν μετέωρους, να αναζητούν χωρίς καθοδήγηση το σωστό τόνο και ρυθμό ενός κατεξοχήν ριψοκίνδυνου αλλά και παιδικού στην υφή του παιχνίδι εξουσίας.

Στοιχεία που αν υπήρχαν, θα τους αναδείκνυαν σε ένα ζευγάρι – σύμβολο με το οποίο και θα ταυτιζόσουν και θα αγωνιούσες για την τύχη του και όχι απλά ήρωες μιας, ναι, ρεαλιστικής, αλλά τελικά περισσότερο κυνικής διαπίστωσης πως το «για πάντα» είναι μια υπόθεση χαμένη ακριβώς τη στιγμή που προσπαθείς να το ορίσεις.