Βασισμένο στο τελευταίο graphic novel του Φράνκ Μίλερ με τίτλο «Ξέρξης» και εμπνευσμένο από την παγκόσμια επιτυχία «300», το νέο κεφάλαιο της επικής ταινίας εκτυλίσσεται αυτή τη φορά στη θάλασσα. Ο Ελληνας στρατηγός Θεμιστοκλής επιχειρεί να ενώσει όλους τους Ελληνες σε μια επική μάχη που καθόρισε την ιστορία του Δυτικού κόσμου. Ο Θεμιστοκλής και ο ελληνικός στόλος ενάντια στις Περσικές δυνάμεις του «Θεού Βασιλιά» Ξέρξη και της Αρτεμισίας, της πιο εκδικητικής αρχηγού του Περσικού στρατού.

Εχει περάσει πολύς καιρός απ΄όταν οι ταινίες που χτίζονταν από green screen και ειδικά εφέ ήταν κάτι που μπορούσες να υποτιμήσεις, που είχες λόγους να μην πάρεις στα σοβαρά. Πολύ πριν το «Gravity» κερδίσει 7 Οσκαρ και επιβεβαιώσει πως η υπαρξιακή χροιά μιας ταινίας κι ο παράγοντας τέχνη μπορεί να χωρέσει στα bytes της ψηφιακά κατασκευασμένης πληροφορίας, οι «300» του Ζακ Σνάιντερ είχαν προφτάσει να ορίσουν μια δική τους γωνιά στην αισθητική του σινεμά, που έμοιαζε και ήταν, στιγμιαία κλασσική.

Το πρόβλημα που μπορεί να έχει κάποιος με το «300: Η Ανοδος της Αυτοκρατορίας», λοιπόν, δεν έχει να κάνει με την αισθητική του, με την ανύψωση της λατρείας της βίας σε σχεδόν πορνογραφικά ύψη, ή ακόμη και με την ηθική του στάση απέναντι στην τιμή και την πατρίδα, την ζωή και το θάνατο. Ολα αυτά ιδωμένα με την φυσιολογική ειρωνεία που προσδίδει στα όσα βλέπεις στην οθόνη, μια βασική γνώση της ιστορίας της αρχαίας Ελλάδας και με την συνειδητοποίηση της ελαφρότητας με την οποία θα πρέπει να αντιμετωπίζει κανείς ένα φιλμ σαν αυτό -μια συνειδητοποίηση που έρχεται από τον κουβά ποπ κορν στα γόνατά σου- κάθε άλλο παρά ενοχλούν.

Αυτό που ενοχλεί στο φιλμ του Μούρο, είναι η ξεκάθαρη, ξεδιάντροπη τεμπελιά με την οποία όλοι μοιάζουν να προσέγγισαν το φιλμ, δίχως να κάνουν ούτε καν την παραμικρή προσπάθεια να φέρουν κάτι καινούριο στη συνέχεια μιας ταινίας που ήταν τόσο διαφορετική και καινούρια, ώστε να μεταμορφωθεί σε τεράστια επιτυχία παγκοσμίως.

Ολα μοιάζουν ιδωμένα ξανά και κουραστικά, λιγότερο έντονα και τολμηρά, σαν μια φωτοτυπία μιας φωτοτυπίας, όπου τα χρώματα έχουν ξεβάψει και τα σχήματα έχουν αλλοιωθεί. Το τρίπτυχο λάσπη, αίμα, κοιλιακοί από τσιμέντο είναι και πάλι δεδομένο, όμως ο Σάλιβαν Στέιπλετον δεν έχει το εκτόπισμα του Τζέραρντ Μπάτλερ και η Αρτεμισία της Εβα Γκριν ακόμη κι αν έχει μερικές στιγμές απολαυστικής κακίας, μοιάζει συχνά με πικραμένη διαγωνιζόμενη στο «Ru Paul's Drag Race», την στιγμή που μαθαίνει ότι πρέπει να κάνει lip sync για να περάσει στο επόμενο επεισόδιο.

Η ερωτική τους σκηνή -γιατί φυσικά η αρχιστράτηγος του Ξέρξη και ο επικεφαλής του στρατού των Αθηναίων (αν το φιλμ προτιμά να τους αποκαλεί Ελληνες, ακόμη κι αν η ιδέα μιας ενωμένης Ελλάδας δεν είχε σχηματιστεί τότε), βρίσκουν τον χρόνο να φλερτάρουν και να κάνουν βίαιο σεξ- είναι ένα μνημείο υπερβολής στα όρια της γελοιότητας, που αργότερα θα σχολιαστεί από την ίδια της Αρτεμισία: «Πολεμάς πιο σκληρά απ ότι πηδάς» θα πει στον Θεμιστοκλή του Σάλιβαν, ίσως για να επιβεβαιωθεί το ρητό της βασίλισσας Γοργώς της Σπάρτης, που προϋπαντά τον στρατηγό στην πόλη της με την φράση «έκανες πολύ δρόμο προκείμενου να χαϊδέψεις το πέος σου, βλέποντας τους άντρες να εκπαιδεύονται στη μάχη».

Θα μπορούσε να μιλά και για μια μερίδα του κοινού, αλλά ακόμη και η ομοερωτική αξία της «Αυτοκρατορίας», μοιάζει μουντή και αδιάφορη σε σχέση με τους αυθεντικούς «300». Οπώς κι οτιδήποτε άλλο πιο ουσιαστικό κι απαραίτητο σε αυτό το φιλμ όπου τίποτα απολύτως δεν σε πείθει, ούτε το σαχλά ψηφιακό αίμα και η καρτουνίστικη βία, ούτε οι κακοί και οι ήρωες και σίγουρα όχι η υπερβολική σοβαροφάνεια και έλλειψη οποιασδήποτε σπίθας. Ακόμη κι όταν η ίδια η θάλασσα παίρνει φωτιά σε μια σκηνή που θα μπορούσε να μοιάζει θεαματική, αν μόνο δεν είχαμε δει την μάχη του Blackwater στο «Game of Thrones»...


Διαβάστε ακόμη: