Αύγουστος του 1945, σ' ένα απομακρυσμένο, αγροτικό χωριό της Ουγγαρίας. «Ερχονται». Η είδηση χτυπά σαν ηλεκτρικό ρεύμα τους κατοίκους. Ποιοι, και τι θέλουν; «Eφτασαν με το πρωινό τρένο, κατευθύνονται προς το χωριό». Δύο Ορθόδοξοι Εβραίοι, ένας ηλικιωμένος κι ο γιος του, καταφθάνουν, μαυροντυμένοι κι αμίλητοι, κουβαλώντας μυστηριώδεις κάσες. Τι θέλουν, τι θέλουν; Είναι επιζήσαντες του Ολοκαυτώματος και θα απαιτήσουν πίσω τη Γη τους, τις περιουσίες τους; Ζητούν χρηματική αποζημίωση; Βρισκόμαστε σε μία εποχή που ο εφιάλτης του Β' Παγκοσμίου Πολέμου έχει τελειώσει, αλλά δεν έχει ολοκληρωθεί. Ανοιχτές οι πληγές, νωπές οι μνήμες, έντονος ο τρόμος όσων οι κάτοικοι έζησαν, επιβίωσαν και τους άλλαξαν για πάντα. «Ερχονται. Πλησιάζουν. Τι θέλουν;» Μεγάλη αναστάτωση, ειδικά σήμερα, που ο πιο ισχυρός κάτοικος του χωριού, ο κομματάρχης και πλούσιος ιδιοκτήτης του κεντρικού φαρμακείου/παντοπωλείου, παντρεύει τον μοναχογιό του. Αυτός ταράζεται περισσότερο, αυτός ξεσηκώνει όλο το λαό και σπέρνει μίσος, φόβο και καχυποψία εναντίον των παράξενων επισκεπτών. Εκείνος προσπαθεί να κρύψει τι ακριβώς συνέβη όταν έφυγαν οι Ναζί και το Κόμμα ξαναμοίρασε την πίτα της ιδιοκτησίας. Ομως μερικά μυστικά δεν μπορούν να παραμείνουν θαμμένα για πολύ...

Ο Ούγγρος σκηνοθέτης Φέρεντς Τόροκ βασίστηκε στο «Homecoming», μία μικρή νουβέλα του Γκάμπορ Τ. Ζάντο (στον οποίο ανέθεσε και το σενάριο), για να ρίξει φως στις σκιές του τι ακολούθησε του Ολοκαυτώματος στη χώρα του - στη μεταβατική εποχή ανάμεσα στο ναζισμό και τον ολοκληρωτικό κομμουνισμό. Μισό εκατομμύριο Εβραίοι, ειδικά από τις αγροτικές περιοχές, εξορίστηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Οσοι επιβίωσαν επέστρεψαν για να δουν τις περιουσίες τους σε πλιάτσικο - η αστυνομία, ο δήμος, ακόμα και ιερείς έκαναν τα στραβά μάτια για να καρπωθούν γη, σπίτια, μαγαζιά. Οι πάλαι ποτέ φίλοι και γείτονες, τώρα τσέπωναν ασημικά και μαχαιροπήρουνα.

Ο Τόροκ θέλει να αποκαλύψει, θέλει να καταγγείλει, αλλά δε θέλει να φλυαρήσει. Με ελάχιστο διάλογο, αλλά πανέμορφη, γυαλιστερή εικόνα καταθέτει τη γνώμη του ακόμα και από την πρώτη πώτη επιλογή του: να γυρίσει σε ασπρόμαυρο φιλμ. Δεν υπάρχουν γκρίζες περιοχές στην ηθική μας. Κάποια πράγματα είναι άσπρο/μαύρο.

Ταυτόχρονα βασίζεται στα αρχέτυπα του σινεμά είδους για να χτίσει τη ραχοκοκκαλιά της έντασης και της πλοκής. Το τρένο της ταινίας δε σφυρίζει τρεις φορές («High Noon»), αλλά η παράνοια των κατοίκων του χωριού που περιμένουν «το κακό», ο χρόνος που μετρά αντίστροφα προς την τελική αναμέτρηση, όλα παραπέμπουν σε ένα πειραγμένο γουέστερν. Η απειλή και το σασπένς της επέλασης των «ξένων» λειτουργούν ως φόρμα για να μάς παρασύρουν πίσω από την αφορμή, πίσω από το κινηματογραφικό είδος. Για να ανακαλύψουμε σταδιακά την καρδιά της ταινίας: τη βαθιά κρυμμένη ενοχή, τη βολική αποσιώπηση των εγκλημάτων, την επιλεκτική λήθη που θα αποτελέσουν τις πρώτες ύλες, τα θεμέλια της μεταπολεμικής Ευρώπης.

Με προφανείς αναφορές στον Μπέργκμαν και τον Ντράγιερ (αλλά ακόμα και την αρχαία ελληνική τραγωδία ή τους συμβολισμούς της Παλαιάς Διαθήκης), ο Τόροκ κινηματογραφεί τα σκαμμένα πρόσωπα των ηρώων του σε αντίστιξη με τη φύση και το περιβάλλον. Οι επισφράγιστες πόρτες των σπιτιών, τα μισόκλειστα παράθυρα, οι κρυφές εσωτερικές αυλές, οι κουρτίνες που ανεμίζουν, οι φράχτες, η ανελέητη κάψα στα χωράφια, τα καφενεία με τους ξοφλημένους γέροντες, ο χυδαίος πλούτος του παντοπωλείου, η νύφη που τρέχει στον εραστή της, οι χαφιέδες χωροφύλακες του νέου κράτους, όλα αφηγούνται τη δική τους ιστορία για τόπους και ιστορικές στιγμές που οι άνθρωποι κλήθηκαν να επιλέξουν πώς θα επιβιώσουν και δεν το έκαναν πάντα τίμια.

Ο Τόροκ, με τη βοήθεια του βετεράνου 80χρονου διευθυντή φωτογραφίας Ελεμερ Ραγκάλι («Anne Frank: The Whole Story») χτίζει πυκνή ατμόσφαιρα, μυστήριο, ελεγειακό τόνο. Προσέχει ιδιαίτερα τα κάδρα, τις συνθέσεις, την αισθητική αρτιότητα κάθε πλάνου (εύσημα και στον αρχιτέκτονα Λάζλο Ράτζικ, ο οποίος σχεδιάσε το production design κι εδώ και στο «Γιο του Σαούλ»). Δίνει ρυθμό στο μοντάζ, άλλοτε με αργόσυρτες, απλωμένες λήψεις της πομπής των δύο Ορθόδοξων Εβραίων που πλησιάζουν και πλησιάζουν, και κόβοντας γρηγορότερα στη σύγχιση και την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα του χωριού.

Θα ήταν απόλυτο αριστούργημα, αν δεν ένιωθες ότι το αποτέλεσμα δεν είναι τόσο εμβριθές, όσο θα ήθελε να πιστεύει. Αντίθετα με τον Μπέργκμαν και τους κλασικούς ευρωπαίους του παρελθόντος που τόσο θαυμάζει, αντίθετα με επιτυχημένα νεότερα παραδείγματα, όπως η «Λευκή Κορδέλα» του Μίκαελ Χάνεκε, το «1945» δεν καταφέρνει να σε στοιχειώσει, ανοίγοντας ένα διανοούμενο διάλογο με όσα ιστορικά αποκαλύπτει. Γιατί ο Τόροκ δεν καταφέρνει να κρύψει τη χειραγώγηση του θεατή, τις ραφές της κατασκευής, δεν αποφεύγει το διδακτισμό και το μελόδραμα σε κομβικές στιγμές, τον εξυπηρετεί η υπερβολή του πρωταγωνιστή (ο «κακός» προδότης Κομματάρχης είναι ερμηνευμένος με μία tour-de-force σχηματική μανιέρα).

Ταυτόχρονα όμως, ο τρόπος που χρησιμοποιεί το genre cinema, οι επιλογές στη φόρμα, η αυτοπεποίθηση στην εικόνα, όλα συντελούν σε μια αξιοπρόσεκτη, επιβλητική ταινία που -λίγο ακόμα- και θα έμενε στη συλλογική μνήμη ως αυτόματα κλασική.

Θα τους ακολουθούσαμε αυτούς τους δύο Εβραίους στην πομπή τους, με κάθε ευκαιρία. Να μάθουμε ποιοι είναι και τι θέλουν...