Συνέντευξη

Χρήστος Καρακέπελης: Η ανθρώπινη «Πρώτη Υλη»

στα 10

Εχοντας ταξιδέψει σε περισσότερα από 15 διεθνή φεστιβάλ, η «Πρώτη Υλη» βγαίνει στις αίθουσες, τη στιγμή που η επικαιρότητα την ανακηρύσσει σε μια από τις πιο ανατριχαστικές μαρτυρίες για την σύγχρονη Ελλάδα. Ο Χρήστος Καρακέπελης μιλάει στο Flix για την πορεία της ταινίας και τη ζωή μιας ομάδας ανθρώπων που βιώνουν την πιο άσχημη πλευρά του ονείρου της Δύσης.

Χρήστος Καρακέπελης: Η ανθρώπινη «Πρώτη Υλη»

Μετά τις φυλακές στο «Σπίτι του Κάιν», ο Χρήστος Καρακέπελης εξερευνά, στην καινούρια ταινία του, έναν ακόμη περίκλειστο κόσμο, αυτό των ανθρώπων που συλλέγουν scrap για την χαλυβουργία. Τσιγγάνοι από την Αλβανία οι περισσότεροι, ζουν σε παραγκουπόλεις στις παρυφές της Ακρόπολης και οργώνουν την πόλη με τρίκυκλα μαζεύοντας παλιοσίδερα και άχρηστα για μας, κομμάτια από μέταλλο. Το φιλμ ακολουθεί την διαδρομή τους, στην Αθήνα, στις μάντρες συλλογής, στα εργοστάσια χαλυβουργίας και την ζωή τους σε συνθήκες εξαθλίωσης. Γρανάζια μιας οικονομικής μηχανής που αλέθει τα πάντα στο όνομα του κέρδους, η «Πρώτη Υλη» κοιτάζει πέρα από τις ευκολίες και τα κλισέ για να παραδώσει ένα συγκλονιστικό πορτρέτο των ανθρώπων που για τους περισσότερους από μας παραμένουν αόρατοι. Το φιλμ έκανε πρεμιέρα στο 13ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης και μέχρι σήμερα έχει ταξιδέψει σε περισσότερα από 15 Διεθνή Φεστιβάλ, ανάμεσα τους και το διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ του Καρλόβι Βάρι απ' όπου και ξεκίνησε τη διεθνή του καριέρα.

Πως γεννήθηκε η ιδέα για την «Πρώτη Υλη»; Πως «είδες» αυτούς τους ανθρώπους που για τους περισσότερους από εμάς παραμένουν αόρατοι;

Οι τακτικές μου για ένα διάστημα διαδρομές στην περιοχή του Ταύρου έβαλαν αυτούς τους ανθρώπους και τις δικές τους διαδρομές μέσα στην καθημερινότητά μου. Ποτέ δε μου περίσσευαν λεφτά, ειδικά τότε όμως ήμουνα σε δύσκολη κατάσταση. Οντας ουσιαστικά άνεργος, ένιωθα κι εγώ στο περιθώριο της ζωής, ανύπαρκτος όπως κι εκείνοι. Τα εφήμερα συναπαντήματα με τα τρίκυκλα, η σκληρή δουλειά τους, το ένα σουβλάκι που έβγαινε σαν ανταμοιβή στο τέλος της μέρας τους, καλλιέργησαν ένα συναίσθημα αλληλεγγύης μαζί τους και ταυτόχρονα έφεραν στην επιφάνεια αυτή την αρχετυπική αξία της χειρονακτικής δουλειάς που γνωρίζω έτσι κι αλλιώς από παιδί μιας και ο πατέρας μου ήταν αγρότης. Βλέποντάς τους θυμόμουν ξανά τι σημαίνει σωματική κούραση, εξάντληση, πείνα, βρώμικα χέρια, να σου κόβεται η μέση από το βάρος, να βγαίνεις για δουλειά μέσα στην παγωνιά ή τη λαύρα του καλοκαιριού. Ετσι ξεκίνησαν όλα. Μόνο από τις αισθήσεις και τα προσωπικά μου βιώματα.

Πόσο καιρό χρειάστηκε για να ολοκληρώσεις το φιλμ και πόσο εύκολο ήταν να βρεις τους ήρωες σου και να τους πείσεις να σε εμπιστευθούν; Και μόνο το γεγονός ότι κατόρθωσες να γυρίσεις στην παραγκούπολη που ζουν οι τσιγγάνοι μοιάζει με κατόρθωμα.

Η ταινία χρειάστηκε 5 χρόνια για να ολοκληρωθεί. Τα γυρίσματα έγιναν στη διάρκεια 3 χρονών, αλλά τόσο πριν, όσο και μετά από αυτά η σχέση με τους χαρακτήρες ήταν καθημερινή, χτιζόταν και ακόμα χτίζεται. Η συνέπεια της παρουσίας των ηρώων της ταινίας μέσα σε όλο αυτό το διάστημα, η σταθερή αφοσίωσή τους στη δουλειά αλλά και η σταθερότητα όλης της ομάδας εργασίας έδωσαν τη δυνατότητα στο έργο να υπάρχει όπως το βλέπουμε σήμερα. Για τους ανθρώπους που ζουν μέσα σε όλο αυτό τον καθημερινό αυτοσχεδιασμό, μέσα στη ρευστότητα μιας άναρχης πραγματικότητας είναι μεγάλο θέμα να δίνουν τον εαυτό τους τόσο συνειδητά και με τόση συνέπεια σε ένα φαινομενικά «αλλόκοτο» ή «πολυτελές» εγχείρημα όπως μια ταινία. Τα πρόσωπα και η σχέση μαζί τους απορροφούν τεράστια ενέργεια αλλά χωρίς αυτά δεν μπορεί να υπάρχει τίποτα. Και η πρώτη μου ταινία είναι τελικά το αποτύπωμα αυτής της ενέργειας. Δεν επιδιώκω τη συναίνεση των ηρώων μου για να τους καταγράψω. Επιδιώκω τη συμμετοχή τους. Είμαι απαιτητικός από αυτούς. Οπως κάποιοι σκηνοθέτες γράφουν το σενάριο μαζί με τους ηθοποιούς μέσα από ατέλειωτες πρόβες, αντίστοιχα κι εγώ εμβαθύνω στο θέμα συνεργαζόμενος με τους ήρωές μου. Εχουν τις δικές τους ιδέες, προτείνουν πράγματα, παρακολουθούν την εξέλιξη της δουλειάς. Το αποτέλεσμα τους αφορά ζωτικά.

Για το «Σπίτι του Κάιν» μπήκες στις φυλακές, εδώ μοιάζει να εισέρχεσαι σε ένα άλλου είδους άβατο. Με κάποιο τρόπο μοιάζει κι αυτό με «φυλακή». Τι σε έλκει σε αυτούς τους χώρους που βρίσκονται στο κοινωνικό περιθώριο. Και με τι ματιά τους προσεγγίζεις;

Μισώ την εντύπωση που καλλιεργείται στους ανθρώπους μέσα από την τηλεόραση ή τη διαφήμιση περί της υπάρξεως μίας πραγματικότητας. Αυτή την φασιστική ψευδαίσθηση ότι όλοι ζούμε πάνω-κάτω το ίδιο. Δε ζούμε όλοι το ίδιο. Μισώ επίσης το επίσης στημένο αντίδοτο αυτής της πρακτικής που είναι μια μελό ευαισθησία για τους κατατρεγμένους. Με ενδιαφέρει να αποκαταστήσω την έννοια του «προσώπου» και να φέρω αντιμέτωπο το κοινό με την απαίτηση κατανόησης της συνθετότητας της ζωής. Το παραμύθι ενός ανεπτυγμένου, σύγχρονου κόσμου είναι σαθρό και ψεύτικο. Ένας φονιάς μπορεί να ξαναγυρίσει τη ζωή στην κοσμογονική εποχή του πρώτου φόνου, ένας εξαθλιωμένος άνθρωπος μπορεί να μας πετάξει στα μούτρα κάθε μύθο περί προόδου. Οι ήρωές μου υπάρχουν σαν Ερινύες απέναντι στην ύβρη μέσα στην οποία παρασυρόμαστε θεωρώντας τους εαυτούς μας και τη ζωή μας τακτοποιημένη. Τίποτα δεν είναι τακτοποιημένο. Ολα ακροβατούν σε ένα χάος και το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να έχουμε τουλάχιστον συνείδηση αυτού του χάους. Ολοι οι μεγάλοι πολιτισμοί δημιούργησαν επειδή είχαν αυτή τη συνείδηση. Ο σύγχρονος κάνει τα πάντα για να την εξορίσει.

Βλέποντας την ταινία μοιάζει απίστευτο ότι ελάχιστα χιλιόμετρα από το κέντρο της Αθήνας υπάρχει ένας μικρόκοσμος απόλυτα αποκομμένος, ένα τοπίο σχεδόν απόκοσμο. Ποια ήταν η δική σου πρώτη αντίδραση όταν τον ανακάλυψες;

Είμαι εξοικειωμένος με την πόλη. Δεν μου προκαλούν εντύπωση οι αντιθέσεις που συνυπάρχουν μέσα της. Ωστόσο ποτέ η εξωτερική εικόνα δεν είναι αρκετή. Είναι άλλο να περνάς έξω από έναν τέτοιο καταυλισμό και να «λες κοίτα πώς ζούνε» και άλλο να στέκεσαι, να μπαίνεις μέσα και να περνάς χρόνια από τη ζωή σου εκεί. Όλα αποκτούν υπόσταση μόνο όταν γίνονται καθημερινότητα, απλές κινήσεις, υλικότητα. Τη μπόχα των σκουπιδιών που ποτέ κανένα απορριμματοφόρο δεν έχει συλλέξει, τη μυρωδιά από τα περιττώματα ανθρώπων και ζώων, τη σκόνη, το ότι διψάς και πρέπει να περπατήσεις 15 λεπτά για να βρεις να αγοράσεις ένα μπουκαλάκι νερό, τα ποντίκια που τρέχουν μέσα στα πόδια σου, τα κατανοείς επειδή τα υφίστασαι. Περνάς απ' όλα τα στάδια μέχρι που συνηθίζεις. Ολες οι δύσκολες συνθήκες είναι πάντα παγίδες αν δεν νικήσεις το βαθμό στον οποίο σε εντυπωσιάζουν ή σε σοκάρουν. Αν παραμείνεις αποσβολωμένος από αυτές δε θα δεις ποτέ τους ανθρώπους που ζουν μέσα τους σαν ανθρώπους. Οι άνθρωποι θα παραμένουν κομπάρσοι αυτού του σκηνικού. Είναι σημαντικό να αφήσεις τις συνθήκες να αλλοτριώσουν τις αισθήσεις σου έτσι που να φτάσουν όλα αυτά τα ακραία να είναι κάπως δεδομένα. Μόνο τότε καταλαβαίνεις ότι για κάποιους όλο αυτό είναι ζωή, και μόνο τότε αυτή τη ζωή αρχίζεις να τη βλέπεις.

Ακόμη κι όταν το τοπίο, στις μάντρες, στις παραγκουπόλεις, σε τεράστιους σωρούς από σίδερα, σε γιγαντιαίους «τοίχους» από πλυντήρια, εντυπωσιάζει, σχεδόν σοκάρει τα μάτια, το βλέμμα σου μοιάζει πάντα στραμμένο στους ανθρώπους.

Η προσήλωση στα πρόσωπα είναι για μένα θεμελιώδης αξία μέσα στο δικό μου καλλιτεχνικό σύστημα. Το ότι παρά όλο αυτό το βίαιο σκηνικό τα πρόσωπα διατηρούν υπόσταση και αυθυπαρξία είναι για εμένα απόδειξη της αξιοπρέπειας που μπορεί να διατηρεί η ανθρώπινη ύπαρξη ερήμην κάθε αντίξοης συνθήκης. Οσο κι αν η ανθρώπινη αξιοπρέπεια είναι στο στόχαστρο της σύγχρονης παγκόσμιας πολιτικής ωμότητας, εγώ πιστεύω πως για κάποιο ανεξήγητο λόγο οι άνθρωποι παραμένουν αστείρευτα δοχεία πλούτου που ακόμα και ραγισμένα έχουν πάντα κάτι να χύσουν πάνω στη Γη και να την κάνουν πιο γόνιμη.

Το φιλμ μοιάζει να μας βυθίζει στο στομάχι της καπιταλιστικής αλυσίδας, εκεί όπου τα πάντα αλέθονται. «Δεν πιστεύω στην ανακύκλωση, όλα γίνονται για τα λεφτά» λέει ένας από τους συλλέκτες μετάλλου στο φιλμ σου. Πιστεύεις το ίδιο;

Πιστεύω πως η ανακύκλωση είναι ένας μηχανισμός στα χέρια μιας καπιταλιστικής οικονομίας. Προμηθεύει τη βιομηχανία με φτηνή πρώτη ύλη, διευκολύνει την αύξηση του ρυθμού παραγωγής νέων αγαθών η οποία αύξηση απαιτεί τελικά καταναλωτές σε μόνιμη ετοιμότητα με το χέρι πάντα στην τσέπη. Μας ωθούν να ανακυκλώνουμε γιατί η εξόρυξη από τα ορυχεία τους κοστίζει. Το χαμηλότερο κόστος παραγωγής όμως δεν επιστρέφει ποτέ σε εμάς. Η τιμή των αυτοκινήτων δεν έπαψε να μειώνεται τα τελευταία 20 ή 30 χρόνια επειδή αυξήθηκε ο ρυθμός της ανακύκλωσης. Ούτε η κατάσταση στον πλανήτη βελτιώθηκε από οικολογική άποψη. Μπορεί να μη δουλεύουν τα ορυχεία, αλλά οι χαλυβουργίες δουλεύουν ακόμα πιο φουλ και τα εργοστάσια παραγωγής αγαθών επίσης. Ανακυκλώνοντας τελικά δεν κάνουμε παρά να ταΐζουμε την καπιταλιστική οικονομία και να λέμε ναι στο ίδιο αδιέξοδο μοντέλο ζωής. Η λύση για εμένα είναι η ανατροπή όλου αυτού του κύκλου.

Η περιοχή του Ελαιώνα όπου βρίσκονται οι περισσότερες από της μάντρες πρώτης ύλης πρόκειται να αλλάξει ριζικά τα επόμενα χρόνια. Πιστεύεις ότι θα αλλάξει κάτι για την πραγματικότητα αυτών των ανθρώπων;

Οπως γίνεται σε όλες τις σύγχρονες πόλεις έτσι και στη δικιά μας μητρόπολη πληθυσμοί σαν κι αυτούς θα εξοριστούν στις παρυφές της πόλης. Αυτό είναι θέμα λίγου χρόνου. Φανταστείτε ότι αυτό έχει ήδη συμβεί με άλλες, πολύ πιο «ενταγμένες» ομάδες πληθυσμού σε άλλες περιοχές της Αθήνας. Μικροεπαγγελματίες αλλά ακόμα και παλιατζήδες (όπως ο Σπύρος, ο μόνος Ελληνας της ταινίας) υφίστανται σήμερα ένα διωγμό από γειτονιές όπως το Μεταξουργείο ή ο Κεραμικός όπου καλλιτέχνες και λοιποί της avant-garde αγοράζουν τις παλιές μονοκατοικίες ανεβάζοντας τις τιμές και δημιουργώντας στην πάροδο του χρόνου ένα status καθημερινότητας που δεν ανέχεται για παράδειγμα ένα σωρό scrap στο πεζοδρόμιο ή το μόνιμο θόρυβο από τη μηχανή του τρίκυκλου στο δρόμο. Αφού λοιπόν όλο αυτό συμβαίνει στις περιπτώσεις τέτοιων γειτονιών, φανταστείτε τι πρόκειται να συμβεί σε μία παραγκούπολη τσιγγάνων από την Αλβανία που είναι παράνομοι μετανάστες!

Και στον τρόπο που λειτουργεί η δουλειά τους; Βλέποντας το φιλμ έχεις την αίσθηση ότι κάτι τόσο σταθερό και μεγάλο όσο η μεταλλουργία, πατά στα σαθρά πόδια της παραοικονομίας. Για να μην πούμε παρανομίας.

Για την παραοικονομία σε αυτό τον κλάδο γνωρίζουν όλοι. Για την εκτεταμένη εκμετάλλευση τόσο μεγάλων μαζών επίσης γνωρίζουν όλοι. Το εξοργιστικό είναι ότι όλα αυτά συμπορεύονται με μια επικοινωνιακή τακτική που απευθύνεται στο ευρύ κοινό και ειδικά στα παιδιά στα σχολεία η οποία τακτική είναι πολιτικά ορθότατη και παρουσιάζει την ανακύκλωση σαν έναν ειδυλλιακό περίπατο. Οταν κάθε τόσο οι εκάστοτε υπουργικές ηγεσίες ανακοινώνουν την επίτευξη διαφόρων στόχων στα μεγέθη της ανακύκλωσης δεν λένε ποτέ πώς και χάρη σε ποιους πετυχαίνουν αυτούς τους στόχους. Υπάρχει μια σιωπηρή συμφωνία που καλύπτει την αδυναμία του συστήματος να λειτουργεί. Αν όλοι αυτοί οι άνθρωποι σταματούσαν έστω για μία μέρα να μαζεύουν από τα σκουπίδια, τα καζάνια των χαλυβουργιών θα έμεναν άδεια και το σύστημα θα κατέρρεε. Ομως, πρακτικά δεν υπάρχουν για κανέναν. Παραδίδουν στις μάντρες, δέχονται τις όποιες αυξομειώσεις στις τιμές χωρίς αντίλογο (μιας και η εικόνα της κίνησης στα διεθνή χρηματιστήρια δεν είναι μέρος της ενημέρωσής τους), πέφτουν θύματα κλοπής ακόμα και στο ζύγι και στο τέλος της ημέρας κανείς δεν τους ξέρει. Δε θα χρειαζόταν πολύ φαντασία να σκεφτεί κανείς να εντάξει αυτούς τους ανθρώπους σε ένα νόμιμο μηχανισμό συλλογής απορριμάτων. Συμβαίνει ήδη σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Πως νιώθεις για την άνοδο του ελληνικού σινεμά, μέσα σε εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες. Πόσο ατυχές είναι ότι αυτό το «νέο κύμα» του ελληνικού κινηματογράφου σκάει ακριβώς πάνω στον βράχο της «κρισής». Αισιοδοξείς ότι θα τον υπερβεί, ή πιστεύεις ότι θα χάσει την ορμή του;

Η δυνατότητα να προσεγγίσει το ξένο κοινό τη χώρα μας μέσα από όρους δημιουργίας είναι μια απάντηση στο λαϊκισμό με τον οποίο αντιμετωπίζεται ο τόπος μας και η κουλτούρα μας από τα ευρωπαϊκά ΜΜΕ. Οσο κι αν σαν χώρα παρουσιαζόμαστε σαν μια «ειδική περίπτωση», το νέο μας σινεμά κάνει ξεκάθαρο πως ζούμε την ίδια κρίση αξιών, επανεξετάζουμε τις ίδιες αρχές, πολεμάμε την ίδια υποκρισία, ζούμε την ίδια περιπέτεια μέσα στο σύγχρονο κόσμο. Για εμένα το ζήτημα είναι να μπορέσουν να εκφραστούν μέσα από το νέο σινεμά ολοένα και μεγαλύτερα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας. Να συναντηθεί δηλαδή το προσωπικό σύμπαν των δημιουργών με τον κοινωνικό παλμό έξω. Νομίζω πως πρέπει οι νέοι να επισπεύσουν τους ρυθμούς της ενηλικίωσής τους κάτω από το επιτακτικό των συνθηκών, να συμπιέσουν το χρονοδιάγραμμα των ψυχολογικών διαδικασιών, να επιταχύνουν. Οι αναταράξεις είναι τόσο ιλιγγιώδεις και ριζικές όπως σε συνθήκες πολέμου, όπου αναγκάζεσαι να δράσεις και ωριμάσεις με συνοπτικές διαδικασίες, όπου το ιδιωτικό αναγκαστικά δεν είναι προτεραιότητα.

Η «Πρώτη Υλη» παίζεται στον Μικρόκοσμο και την Ταινιοθήκη από την Πέμπτη 15 Μαρτίου.