Συνέντευξη

Ο Θεός αγαπάει τον Σεμπάστιαν Κοχ

στα 10

Είναι ο Ιωάννης Βαρβάκης στο «ο Θεός Αγαπάει το Χαβιάρι» και η ερμηνεία του, είναι με διαφορά το καλύτερο πράγμα στην ταινία του Γιάννη Σμαραγδή. Ο εξαιρετικός Γερμανός ηθοποιός μίλησε στο flix για το σινεμά, τα στερεότυπα και αναπόφευκτα για τις σχέσεις Ελλάδας-Γερμανίας.

Ο Θεός αγαπάει τον Σεμπάστιαν Κοχ

Στην πατρίδα του, ήταν εδώ και πολλά χρόνια ένας από τους πλέον αναγνωρίσιμους και δημοφιλείς ηθοποιούς της, μέσα από μια σειρά ρόλων σε σημαντικές τηλεοπτικές παραγωγές και θεατρικές παραστάσεις. Ο υπόλοιπος κόσμος τον γνώρισε μέσα από τις «Ζωές των Αλλων» την βραβευμένη με Οσκαρ ταινία του Φλόριαν Χένκελ φον Ντόνερσμαρκ, που υπήρξε μεγάλη επιτυχία και στις Ελληνικές αίθουσες.

Από τότε, ο Κοχ δουλεύει εναλλασσόμενα μεταξύ Γερμανίας, της υπόλοιπης Ευρώπης και της Αμερικής παίζοντας τόσο σε arthouse όσο και σε μεγάλες εμπορικές παραγωγές μετακινούμενος ανάμεσα σε είδη και χαρακτήρες με αξιοθαύμαστη ευκολία.

Το ο «Θεός Αγαπάει το Χαβιάρι» μπορεί να είναι η πρώτη ταινία που γύρισε ποτέ στην Ελλάδα, αλλά όχι και η πρώτη φορά που συνεργάζεται με Ελληνα σκηνοθέτη, αφού είχε ήδη έναν ρόλο στο «Αμήν» του Κώστα Γαβρά το 2002. Εχοντας επισκεφτεί την Ελλάδα πολλές φορές κι όχι μόνο για την ανάγκη της ταινίας του Γιάννη Σμαραγδή, δεν κρύβει την αγάπη του για τη χώρα.

Ενα από τα πρώτα πράγματα που με ρώτησε όταν συναντηθήκαμε στο φεστιβάλ του Τορόντο με αφορμή την προβολή της ταινίας εκεί, ήταν αν η προφορά του στα Ελληνικά ήταν πειστική. Το τελευταίο πριν με αποχαιρετήσει, ήταν πως όταν τελειώσει τα γυρίσματα της επόμενης ταινίας του τον Νοέμβρη, «μια μικρή αυστριακή παραγωγή σε σκηνοθεσία ενός καλού μου φίλου» η Ελλάδα θα είναι το μέρος που θα διαλέξει για να κάνει λίγες καθυστερημένες αλλά απαραίτητες διακοπές.

Τι σας έπεισε να κάνετε μια ταινία για έναν Έλληνα που πιθανότατα δεν είχατε ακούσει ποτέ ξανά;

Στην πραγματικότητα το πάθος του Γιάννη Σμαραγδή να παίξω εγώ τον ρόλο. Ηταν πεπεισμένος πως είμαι ο μοναδικός ηθοποιός που μπορεί να το κάνει και αυτό είναι σαν δώρο, ήταν κάτι που μου άρεσε πολύ. Είναι η δική του ταινία και όταν ένας σκηνοθέτης σου λέει με τόση πειθώ ότι εσύ είσαι ο καταλληλότερος για να παίξεις σ΄αυτή, σημαίνει κάτι. Οπότε τον εμπιστεύτηκα, σκεπτόμενος πως αν υπάρχουν τόσοι ηθοποιοί στον κόσμο που μπορεί να διαλέξει και θέλει εμένα τόσο σθεναρά, αυτό από μόνο του σημαίνει κάτι.

Ομως η επιμονή ενός σκηνοθέτη προφανώς δεν αρκεί.

Οχι άλλα είναι κάτι σημαντικό. Μου αρέσει να ξέρω πως η επιλογή τους να με προσεγγίσουν δεν είναι κάτι τυχαίο, ένας ρόλος που μπορεί να παίξει ο οποιοσδήποτε. Αυτό είναι απλά το πρώτο βήμα. Από την άλλη όπως ξέρετε, οι σχέσεις μεταξύ Ελλήνων και Γερμανών τον τελευταίο καιρό είναι τεταμένες, οπότε σκέφτηκα ότι ίσως έχει ενδιαφέρον να παίξω στην ταινία, αν είμαι ο κατάλληλος. Ισως βοηθήσει λίγο αυτές τις δυο χώρες να συμπλεύσουν έστω και σε κάτι μικρό, ίσως τις βοηθήσει να καταλάβουν η μία την άλλη λίγο περισσότερο. Κι αν θέλετε μου άρεσε ότι μου δόθηκε η δυνατότητα να προσεγγίσω μέσα από τον ρόλο την ελληνική ψυχή, να την κατανοήσω, όχι απλά να υποδυθώ έναν σπουδαίο Έλληνα με ένα σχηματικό τρόπο, αλλά να διαβάσω την εσωτερική του δομή. Κάτι που πιστεύω ότι σου δίνει πάντα την δυνατότητα να αποδώσεις και την νοοτροπία, την στάση του, τα χαρακτηριστικά του.

Και πως το καταφέρατε; Ποια ήταν η μέθοδός σας;

Διάβασα για τον Βαρβάκη, έκανα έρευνα για τον χαρακτήρα του, αλλά το πιο σημαντικό ήταν να περάσω χρόνο με Έλληνες, να τους γνωρίσω, να τους συναναστραφώ, να δω πως ζουν τη ζωή, πως σκέφτονται, πως νιώθουν. Και ήταν κάτι πολύ ενδιαφέρον, γιατί νομίζω ότι ο ρυθμός της ζωής σας είναι πολύ διαφορετικός. Είναι χαρακτηριστικός. Είναι μάλλον αργός, σαν να έχετε όλο τον χρόνο στον κόσμο, αφήνεστε στο ρεύμα, λίγο σαν να περιμένετε να δείτε τι θα φέρει ο χρόνος. Προφανώς αγαπάτε τη ζωή, δεν αμφιβάλλετε τόσο πολύ. Βρήκα τα περισσότερα από τα χαρακτηριστικά των Ελλήνων αξιοθαύμαστα και προσπαθούσα πάντα να μην τα κρίνω με βάση την γερμανική νοοτροπία, να αφήσω στην άκρη στερεότυπα και προκατασκευασμένες απόψεις.

Δυστυχώς πολλοί κι από τις δύο πλευρές, δεν μοιάζει να σκέφτεται όπως εσείς. Ή δεν μοιάζει να σκέφτονται καθόλου.

Εχετε δίκιο. Ομως στην πραγματικότητα δεν χρειάζεται τίποτα παραπάνω από το να παραμένεις ανοιχτός, να μην προσεγγίζεις τα πράγματα με μια στενή λογική και με ανόητα στερεότυπα. Προφανώς όλοι οι Ελληνες δεν είναι ίδιοι και όλοι οι Γερμανοί δεν είναι μηχανές που δουλεύουν ασταμάτητα. Είναι σχεδόν γελοίο πως τα μέσα ενημέρωσης μεγεθύνουν την κατάσταση κι από τις δύο πλευρές στα όρια της καρικατούρας, αλλά δεν είναι δύσκολο να αντιληφθείς ότι όλα αυτά είναι υπερβολές. Αν τις πιστέψεις you're fucked! Ομως φαντάζομαι πως θα έχει ενδιαφέρον και για σας να δείτε την δική μου προσέγγιση, απέναντι στην δική σας ιστορία, στην ελληνική ψυχή αν θέλετε. Και ναι, το παραδέχομαι, είναι μια προσέγγιση γεμάτη αγάπη και εκτίμηση, αλλά δεν παύει να είναι η αντίληψη ενός ξένου, κάποιου που κοιτάζει τα πράματα απ έξω που προσπαθεί να κατανοήσει να αντιληφθεί.

Και ο «κίνδυνος» του να κάνετε έναν ακόμη «Ζορμπά»; Να γίνετε ένας ακόμη ξένος ηθοποιός που μεταμορφώνεται σε σύμβολο μιας μάλλον στερεοτυπικής ελληνικότητας; Ηταν κάτι που σας απασχόλησε;

Οχι, γιατί ο Βαρβάκης δεν είναι ο Ζορμπάς, είναι πολύ πιο ρομαντικός και στην πραγματικότητα, είναι χαμένος στην αρχή της ταινίας. Σκορπάει την αγάπη του σαν βλάκας και δεν έχει κανέναν τρόπο να συνδεθεί, με τους άλλους ανθρώπους, με τον ίδιο του τον εαυτό. Προσπάθησα να τον καταλάβω πάνω απ όλα, να μην σταθώ μπροστά στον καθρέφτη και να παίρνω πόζες ενός ρωμαλέου Ελληνα με βαριά φωνή, αλλά να κάνω κάτι πιο ουσιαστικό.

Εκτός από το «Ο Θεός Αγαπάει το Χαβιάρι», έχετε αρκετές ακόμη ταινίες που περιμένουν τη σειρά τους. Μοιάζει να δουλεύετε ασταμάτητα τον τελευταίο καιρό.

Σκεφτόμουν να κάνω ένα μεγάλο διάλειμμα μετά το «Χαβιάρι», αλλά ο Μάικ Φίγκις με τον οποίο θέλαμε να δουλέψουμε μαζί εδώ και δυο χρόνια μου τηλεφώνησε αμέσως μετά τα γυρίσματα για να μου προτείνει να παίξω στην καινούρια του ταινία «Suspension of Disbelief» καθώς είχε επιτέλους την απαραίτητη χρηματοδότηση. Ετσι τελειώσαμε τα γυρίσματα του «Χαβιαριού» τον Δεκέμβριο και τον Φεβρουάριο βρισκόμουν ήδη στα γυρίσματα του Φίγκις. Και σκεφτόμουν ότι αμέσως μετά θα κάνω το πολυπόθητο διάλειμμα...

Αλλά προφανώς έπρεπε να δοκιμάσετε να σκοτώσετε τον Μπρους Γουίλις.

(Γελά.) Ακριβώς. Η πρόταση για το «A Good Day to Die Hard» ήρθε σχεδόν από το πουθενά αλλά, όπως λένε και στον «Νονό» ήταν μια πρόταση που δεν μπορείς να αρνηθείς. Οπότε ναι, δουλεύω ασταμάτητα από τον περασμένο Αύγουστο, αλλά ευτυχώς όλα τα φιλμ που έκανα είναι εντελώς διαφορετικά. Το οποίο έκανε τα πράγματα ενδιαφέροντα. Ο Φίγκις είναι ένας αληθινά πνευματικός άνθρωπος που κάνει ένα σπουδαίο σινεμά, η Ελληνική μου ταινία είχε ψυχή και το «Die Hard», ήταν ξεκάθαρα μπίζνες. Για μένα είχε ενδιαφέρον αυτή η εμπειρία. Από τη μια έχεις μια ταινία σαν το «Χαβιάρι», γεμάτη Ελληνες νοιάζονται πρωταρχικά για την ιστορία και για τους οποίους τα τεχνικά πράγματα δεν είναι τόσο σημαντικά. Αν κάτι δεν ταιριάζει, δεν πειράζει, δεν νοιάζονται, το εντελώς αντίθετο από το Die hard όπου όλα έχουν να κάνουν με την τεχνική και τις τεχνικές λεπτομέρειες, όλοι είναι τελειομανείς. Σαν ηθοποιός είναι πολύ ενδιαφέρον να είμαι κομμάτι δύο τόσο διαφορετικών νοοτροπιών. Να λειτουργώ ικανοποιητικά και να παραμένω ο εαυτός μου σε δυο τόσο διαφορετικές περιπτώσεις.

Υποθέτω αυτός είναι κι ένας από τους λόγους που θέλετε να δουλεύετε κι εκτός Γερμανίας. Για να δοκιμάζετε ίσως διαφορετικούς τρόπους να κάνετε σινεμά;

Ακριβώς. Σιχαίνομαι να επαναλαμβάνομαι. Προσπαθώ να μην το κάνω ποτέ.