Συνέντευξη

Ροσντί Ζεμ: Ενας Απροσδόκητος Action Hero

στα 10

O Γαλλοαλγερινός ηθοποιός και σκηνοθέτης μας έχει συνηθίσει σε άλλου είδους ρόλους και σ' ένα σινεμά δημιουργών. Με το «3 Ωρες Διορία» επιλέγει να παίξει σ' ένα καθαρόαιμο action θρίλερ. Και το κάνει συνειδητά. Αποκλειστικά στο Flix θα εξηγήσει τους λόγους.

Ροσντί Ζεμ: Ενας Απροσδόκητος Action Hero

Οταν ο σκηνοθέτης Φρεντ Καβαγιέ σας πλησίασε για τo «3 Ωρες Διορία», σας πρότεινε αρχικά το ρόλο του νοσοκόμου κι όχι του γκάνγκστερ...

Ναι, είναι αλήθεια. Καθόταν απέναντί μου και μου διηγόταν την ταινία, μου εξηγούσε αναλυτικά τους δύο χαρακτήρες, κι όσο προχωρούσε με την αφήγηση της ιστορία, τόσο εγώ έβλεπα τον εαυτό μου στον άλλο ρόλο, κι όχι σ' αυτόν που μου πρότεινε.

Γιατί;

Είναι θέμα εμπειρίας: γνωρίζω πλέον τον εαυτό μου και τις δυνατότητές μου. Ξέρω σε ποιους ρόλους θα είμαι καλός και σε ποιους όχι. Με μερικούς χαρακτήρες, αν αποδεχτώ την πρόκληση, ρισκάρω την ερμηνεία μου. Και πρέπει να είχα δίκιο γιατί, όταν τελικά ο Φρεντ ολοκλήρωσε το σενάριο, από μόνος του και ο ίδιος μου πρότεινε το ρόλο του γκάνγκστερ. Είναι ο ρόλος με τον οποίο αισθάνομαι πιο άνετα, αν και πρέπει να σας πω ότι και οι δύο ρόλοι μ' αρέσουν. Είναι ήρωες που σε παρασύρουν στη σφαίρα του φανταστικού, έτσι όπως αντιδρούν φυσιολογικά μπροστά σε αφύσικες συνθήκες. Για μένα αυτό είναι το υλικό με το οποίο πλάθονται οι μεγάλες ταινίες. Αυτή η συνθήκη με έκανε από μικρό, όταν πρωτοανακάλυψα το σινεμά, να ονειρεύομαι. Αυτή μ' έκανε ηθοποιό.

Πώς θα περιγράφατε τον ήρωα σας;

Είναι ένας τύπος ο οποίος ζει μία διόλου βαρετή ζωή. Αντιμετωπίζει συνεχώς οριακές καταστάσεις – πυροβολισμούς, καταδιώξεις, απειλές – αλλά ο ίδιος παραμένει ψύχραιμος, σύνθετος, αινιγματικός. Οταν ερμηνεύω έναν τέτοιον άνθρωπο είμαι σε μία σφαίρα φαντασίας. Ταυτόχρονα όμως, και αυτό είναι που δίνει δύναμη στην ταινία, η σκηνοθεσία του Φρεντ αποφεύγει τις στερεότυπες υπερβολές και ενισχύει το ρεαλισμό. Ο Φρεντ έχει πάντα αυτό το στόχο να μην αποκόβεται το στόρι, να μη ξεφεύγει από την πραγματικότητα. Για αυτό, αν και πρόκειται για μία απίστευτη ιστορία, στην αφηγείται μ' έναν τρόπο που καταλήγεις να την πιστεύεις. Αυτός ο συνδυασμός φαντασίας και πραγματικότητας είναι που κάνει την ταινία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και από την πλευρά του θεατή, αλλά και του ηθοποιού. Να παίξω αυτόν τον απόμακρο, κάπως ψυχρό τύπο, ο οποίος χειρίζεται ένα απίστευτο χάος – αυτό με ενθουσίασε.

Το όνομα του χαρακτήρα σας είναι «Σαρτέ», όπως κι αυτό του Αλέν Ντελόν στη «Συμμορία των Σικελών»...

Ναι, μου φάνηκε διασκεδαστικό αυτό το κλείσιμο ματιού. Ηταν στα συν, μαζί με το ότι μου δινόταν η ευκαιρία να παίξω σ' ένα αυθεντικό action film και να διερευνήσω ένα κινηματογραφικό είδος που δεν είναι το φυσικό μου περιβάλλον. Πιστεύω ότι κάθε ηθοποιός πρέπει να κάνει επιλογές, αλλά όταν αγαπάς το σινεμά, το αγαπάς ολόκληρο – όλα του τα είδη. Οταν ήμουν έφηβος τα action films με τράβηξαν στο σινεμά. Μεγαλώνοντας αργότερα, και ακολουθώντας το επάγγελμα του ηθοποιού, ωρίμασα, έψαξα και επέλεξα έναν πιο απαιτητικό δρόμο. Δεν πας όμως κατευθείαν στο σινεμά των δημιουργών. Δε θα έφτανα ποτέ στους μεγάλους auteurs, αν δεν είχα περάσει από τις mainstream περιπέτειες.

Ο Φρεντ Καβαγιέ δήλωσε ότι ήθελε να κάνει «μία ταινία που τρέχει συνεχώς καταιγιστικά». Επηρέασε αυτό την ερμηνεία σας;

Το δυσκολότερο σ' αυτές τις ταινίες είναι η απουσία διαλόγων. Ξαφνικά πρέπει να ανοίξεις μια πόρτα και να μπεις σ' ένα δωμάτιο, αλλά αυτό σε βγάζει εκτός από τα οικεία ερμηνευτικά νερά σου κι όταν ψάχνεις το γιατί, καταλαβαίνεις ότι δεν έχεις στήριγμα, δεν έχεις ατάκα. Συνήθως στις ταινίες δουλεύεις το λόγο και μέσα από τον τρόπο που θα τον εκφέρεις, αποφασίζεις και τι ύφος δίνεις στον ήρωα, που βρίσκεται συναισθηματικά, τι εννοεί. Αυτό δεν γίνεται σε μία action ταινία. Δεν μπορείς να βασιστείς στο λόγο, δεν υπάρχει. Ολα πρέπει να εκφραστούν σωματικά: με το βλέμμα, το πρόσωπο, τη στάση του σώματος. Κι εκεί είναι η δυσκολία: να αποφασίσεις αν πρέπει να δώσεις κάτι παραπάνω, ή να μείνεις ακίνητος. Επρεπε συνεχώς να ρωτάω τον εαυτό μου «μήπως το παρακάνω, μήπως τον δείχνω υπερβολικά ψυχρό;». Ηταν σίγουρα μία μελέτη και μία άσκηση κινηματογραφικού στιλ. Θα μπορούσα να το συγκρίνω με την παντομίμα, ή το να φοράς μία μάσκα. Ο στόχος μου πάντως ήταν, πρώτον, να βρω εγώ τον χαρακτήρα και δεύτερον να τον κάνω πιστευτό στα μάτια των θεατών. Οταν τον βρήκα, όλα τα υπόλοιπα έγιναν αβίαστα. Βοήθησε πολύ το γεγονός ότι η πρώτη ύλη μας ήταν μία πολύ δυνατή ιστορία κι ένα καλά οργανωμένο σενάριο, στο οποίο η σχέση, η δυναμική μεταξύ των δύο αντρών δεν έγινε ποτέ τετριμμένη, ποτέ κλισέ.

Πάντως αυτή, και παλιότερα «Η Διώξη Οργανωμένου Εγκλήματος», είναι οι δύο ταινίες σας που απαιτήθηκε να είστε στην καλύτερη φυσική σας κατάσταση. Πώς προετοιμαστήκατε;

Η προτετοιμαστία για αυτού του είδους τις ταινίες είναι η ίδια με το να προγυμναστείς για να τρέξεις μαραθώνιο, ή να παίξεις τελικό. Δε θυμάμαι ποιος το είπε αλλά συμφωνώ απόλυτα: «ο καλός ηθοποιός, είναι ο υγιής ηθοποιός». Αυτό ισχύει κι εδώ. Κι όχι μόνο για τις σκηνές καταδίωξης. Μόνο να πιάσεις κάποιον από το γιακά και να τον κολλήσεις στον τοίχο και να πρέπει να το κάνεις πιστευτά, με όλες τις λήψεις που θα χρειαστούν, από όλες τις γωνίες, ξανά και ξανά - σας διαβεβαιώ, στο τέλος της μέρας θα είσαι πιασμένος!

Τι ήταν αυτό που σας έκανε εντύπωση όταν γνωρίσατε τον Φρεντ Καβαγιέ;

Ο Φρεντ σου δίνει την εντύπωση ότι μόλις έχει βγει από ένα κινηματογράφο και τα μάτια του είναι ακόμα γεμάτα φως. Αυτό αγάπησα πάνω του. Εχει αποδεχτεί το εντυπωσιασμένο από το σινεμά παιδί που κρύβει μέσα του, και είναι τρισευτυχισμένος που κάνει αυτή τη δουλειά. Την κάνει με όρεξη και χαρά – το βλέπεις στον τρόπο που αντιμετωπίζει το συνεργείο, τους ηθοποιούς, την τεχνική διαδικασία που είναι το στήσιμο μιας ταινίας. Ο Φρεντ ξέρει ακριβώς τι θέλει. Είναι πολύ ξεκάθαρος, δεν μπορείς να τον μπερδέψεις. Και πιστέψτε με: εμείς οι ηθοποιοί είμαστε λίγο ανακατώστρες. Δεν τα καταφέρνει κανείς μαζί του. Με μεγάλη λεπτότητα θα σε βάλει στη θέση σου, θα παραμείνει πεισματικά σταθερός στην άποψή του και θα πάρει από σένα αυτό ακριβώς που θέλει. Εχει πραγματικό πάθος για το σινεμά. Και πολλές γνώσεις. Μου άρεσε πολύ ο τρόπος που σκηνοθετούσε, είχε άποψη, δεν τραβούσε τα πάντα από όλες τις γωνιές. Το βλέμμα του ήταν εφευρετικό, στοχαστικό και αποτελεσματικό. Δεν έπεσε στην παγίδα «action film οπότε κουνημένη εικόνα». Δεν είναι η θέση μου να κάνω συγκρίσεις, αλλά πραγματικά πιστεύω ότι εμπνέεται περισσότερο από τις ταινίες του Μάικλ Μαν, παρά από τους σκηνοθέτες που έχουν βγει από τα μουσικά βίντεο. Επίσης, έχει επιλέξει να συνεργάζεται με εξαιρετικούς καλλιτέχνες, όπως τον Αλέν Ντιπλαντιέ, το διευθυντή φωτογραφίας του, ο οποίος συνέθεσε έναν υπέροχο φωτισμό στην ταινία – ρεαλιστικό και λυρικά κινηματογραφικό ταυτόχρονα. Ο Φρεντ έχει πιστούς συνεργάτες. Είναι απίστευτο πώς ο ένας συμπληρώνει τον άλλον στο γύρισμα. Για παράδειγμα ο Αλέν θέλει πάντα χρόνο για να στήσει. Ο Φρεντ πάντα φροντίζει για να τον έχει. Ελάχιστα λόγια ανταλλάζουν κι έχουν συνεννοηθεί. Το νιώθεις ότι έχουν πλάσει έναν μικρόκοσμο, στον οποίο δύσκολα εισχωρεί κάποιος τρίτος.

Πώς ήταν η συνεργασία σας με τον Ζιλ Λελούς;

Δεν γνωριζόμασταν, ή μάλλον γνωριζόμασταν ελάχιστα, αλλά από την αρχή δεν είχαμε το παραμικρό πρόβλημα. Αντιθέτως, περάσαμε πολύ ωραία και γελάσαμε πολύ. Είναι ένας ηθοποιός που εκτιμώ, κι αυτό είναι το μόνο που έχει σημασία. Πριν συμφωνήσω να παίξω σε μία ταινία, μετά το σενάριο, κοιτάω το καστ. Υπάρχουν ηθοποιοί που εγώ προσωπικά πιστεύω περισσότερο από κάποιους άλλους. Κι ο Ζιλ είναι ένας από αυτούς. Με μεγάλη χαρά θα ξανασυνεργαζόμουν μαζί του στο μέλλον. Ο χαρακτήρας του στην ταινία είναι εξαιρετικά δύσκολος να τον ερμηνεύσει κανείς. Ο ίδιος ο Ζιλ έχει μία εσωτερικότητα, μία παρουσία, που όταν παίζει το θύμα, όταν σε κοιτάει και σου λέει «δεν το έκανα εγώ», τον πιστεύεις. Το βλέπεις ότι απογυμνώνεται μπροστά σου, υποφέρει και ο ίδιος. Είναι ένας ηθοποιός με μεγάλο ταλέντο και ταυτόχρονα ένας πολύ συμπαθητικός άνθρωπος. Ως θεατής, θέλεις να ταυτιστείς μαζί του. Ως συμπρωταγωνιστής του, βλέπεις ξεκάθαρα ότι μπορεί να το κάνει να φαίνεται απλό, αλλά έχει προετοιμαστεί στη λεπτομέρεια, έχει ρίξει δουλειά.

Μοιράζεστε μια σκηνή με τον Ζεράρ Λανβέν...

Είναι απίστευτο ότι τον συναντώ επιτέλους! Ο Ζεράρ ανήκει σε μια γενιά ηθοποιών που θαυμάζω απεριόριστα. Θυμάμαι ότι είχα πάει τρεις και τέσσερις φορές να δω το «Le Prix du danger» στο θέατρο. Πραγματικά ένιωσα μεγάλη χαρά που τον γνώρισα και πέρασα μερικές μέρες μαζί του στο γύρισμα. Ηταν άλλη μία εξαιρετική επιλογή του Φρεντ. Αλλά ο Φρεντ είναι γεμάτος από εξαιρετικές ιδέες – στο σενάριο, στη σκηνοθεσία, στην επιλογή των ηθοποιών. Ακόμα και οι δεύτεροι ρόλοι είναι άνθρωποι που δεν περιμένεις και τοποθετημένοι με τρόπο που ενισχύουν το ρεαλισμό. Η Ελενα Ανάγια για παράδειγμα: τι εκπληκτική ιδέα να τη βάλει να παίξει την έγκυο! Ακόμα και σε μία περιπέτεια, ο Φρεντ φροντίζει να έχει μία ανθρώπινη διάσταση. Αυτό έκανε και στην προηγούμενη ταινία του, το «Anything for Her», αυτό κατάφερε και τώρα.