Συνέντευξη

Ολλανδικό αφιέρωμα στο ελληνικό σινεμά της κρίσης

στα 10

Μ’ ένα αφιέρωμα στις ελληνικές ταινίες υπό το καθεστώς της κρίσης, το Noordelijk Film Festival προσπαθεί να καταλάβει τη χώρα μας και να την εκτιμήσει.

Ολλανδικό αφιέρωμα στο ελληνικό σινεμά της κρίσης

Το Noordelijk Film Festival γίνεται κάθε χρόνο σο Λέεβαρντεν, την πρωτεύουσα της Φριζίας, στην Ολλανδία. Λέγεται το «Φεστιβάλ του Βορρά» αλλά, φέτος, η ματιά του ήταν στραμμένη προς το νότο, προς την Ελλάδα.

Μέσα στις ταινίες που προβλήθηκαν στο Φεστιβάλ από τις 9 έως τις 13 Νοεμβρίου, πραγματοποιήθηκε ένα αφιέρωμα στον ελληνικό κινηματογράφο, με συγκεκριμένο πρίσμα όμως και τίτλο «Interregional – Rumble in Greece», σα να λέμε τα συντρίμια της Ελλάδας.

Στο πλαίσιο του προγράμματος προβλήθηκαν οι ταινίες «Ακρόπολις» και «Λουόμενοι» της Εύας Στεφανή, «Κυνόδοντας» του Γιώργου Λάνθιμου, «Ακαδημία Πλάτωνος» του Φίλιππου Τσίτου, «Sugartown, Η Επόμενη Μέρα» του Κίμωνα Τσακίρη, «Wasted Youth» των Αργύρη Παπαδημητρόπουλου και Γιαν Φόγκελ, «Πρώτη Υλη» του Χρήστου Καρακέπελη, «Ευδοκία» του Αλέξη Δαμιανού, «Ο Δράκος» του Νίκου Κούνδουρου και η μικρού μήκους «Casus Belli» του Γιώργου Ζώη, ενώ παράλληλα προβλήθηκε και το ντοκιμαντέρ «Debtocracy».

Το Flix μίλησε με τον Καλλιτεχνικό Διευθυντή του Noordelijk Film Festival, Ρικ Βερμιούλεν και με τον Ελληνα σύμβουλο προγράμματος του τμήματος, παραγωγό Κωνσταντίνο Κοντοβράκη, θέλοντας να μάθει το κίνητρο της διοργάνωσης αλλά και το αποτέλεσμά της.

Γιατί αποφασίσατε να διοργανώσετε ένα αφιέρωμα τέτοιας θεματικής; Εχει να κάνει με την ποιότητα των ταινιών, ή με την «εποχιακή» δημοτικότητα της Ελλάδας;

Ρ.Β. Η απάντηση είναι και τα δύο. Το ενδιαφέρον μου για την Ελλάδα και τον ελληνικό κινηματογράφο διαρκεί χρόνια, από το 1990, όταν δούλευα στην Κρήτη. Μεταξύ 2005 και 2010, που εργαζόμουν για τα Φεστιβάλ του Ρότερνταμ και της Τρανσιλβανίας, παρακολουθούσα κάθε χρόνο το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για να ενημερώνομαι για το νέο ελληνικό σινεμά και, εδώ και λίγα χρόνια, ένιωσα μια νέα ενέργεια και την αίσθηση του κατεπείγοντος να το χαρακτηρίζει, ενώ ήρθα σε επαφή με τη νέα γενιά κινηματογραφιστών και σκηνοθετών. Ωστόσο η επικαιρότητα του ελληνικού κινηματογράφου δεν περιορίζεται, για μένα, στα ελληνικά σύνορα. Οπως ξέρουμε καλά, οι κοντινές γειτονικές σας χώρες αποτέλεσαν επίσης πηγή έμπνευσης για τα κινηματογραφικά πράγματα, ειδικά η Τουρκία και η Ρουμανία, αλλά νομίζω ότι και στη Βουλγαρία συμβαίνει κάτι σχετικό τα τελευταία 1-2 χρόνια. Κάτι λέγεται, κάτι εκφράζεται στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, που διαφέρει από όλο τον υπόλοιπο κόσμο. Αλλά το γεγονός ότι η Ελλάδα βρίσκεται τόσο πολύ στο επίκεντρο του διεθνούς κοινού αυτή τη στιγμή, με ώθησε στο να αφιερώσω μια αληθινά διαπεραστική ματιά στις ιστορίες και τους ανθρώπους σας, μια και ξέρω ότι αυτά που διαβάζουμε και ακούμε συχνά απέχουν από τη δική μου θεώρηση των πραγμάτων και, πολλές φορές, από την αλήθεια.

Με ποια κριτήρια επιλέξατε τις ταινίες που προβλήθηκαν στο αφιέρωμα;

Ρ.Β. Ο Κωνσταντίνος γνώριζε πολύ καλά ό,τι γυρίστηκε στην Ελλάδα τα τελευταία 4-6 χρόνια, ενώ εγώ είχα δει επίσης πολλές ελληνικές ταινίες, σε διαφορετικά μέρη και περιβάλλοντα. Και οι δύο ξέραμε τη διεθνή απήχηση και θέση της κάθε ταινίας, ενώ ο Κωνσταντίνος και άλλοι Ελληνες κινηματογραφιστές που γνωρίζω με ενημέρωσαν για την εικόνα των ταινιών στη χώρα σας. Σε όλη τη διάρκεια της επιλογής των ταινιών, προσπαθούσαμε να εντοπίσουμε ταινίες που να αφηγούνται προσωπικές ιστορίες, οι οποίες, σ’ ένα ευρύτερο επίπεδο, να αντιπροσωπεύουν την κατάσταση στην οποία βρίσκεται η Ελλάδα. Θέλαμε επίσης να προβάλλουμε μια επιλογή ταινιών που να επιδεικνύουν ποικιλία στο περιεχόμενο, τη φόρμα και το συναίσθημα, αλλά παράλληλα έπρεπε να λάβω υπόψιν μου και το Ολλανδικό κοινό, που είναι έξυπνο και καλλιεργημένο, αλλά δεν μπορεί να αφομοιώσει οποιαδήποτε ταινία. Υπάρχουν πολιτισμικές αντιλήψεις που οφείλει κανείς να συνυπολογίζει όταν κάνει το πρόγραμμα ενός Φεστιβάλ. Καταλήξαμε με μια επιλογή νέων, παλαιότερων και αρχειακών τίτλων, μυθοπλασίας, ντοκιμαντέρ, μικρού και μεγάλου μήκους. Ηδη από τις δημοσιογραφικές προβολές, ο τύπος το αποκάλεσε «προσέγγιση χρυσής ισορροπίας».

Κ.Κ. Οταν επιλέγεις ταινίες για ένα Φεστιβάλ υπάρχει μόνο ένα κριτήριο: η ποιότητά τους. Το πρώτο και κύριο μέλημά μας πρέπει να είναι ο θεατής, το αφηρημένο πρόσωπο που αποφασίζει να βγει, ν’ αγοράσει ένα εισιτήριο και να δει την ταινία που εσύ, ως προγραμματιστής, επέλεξες για εκείνον ή εκείνη. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ή να μειώνουμε την ευθύνη που εμπεριέχει μια τέτοια εξίσωση. Εκτός αυτού, η επιλογή μας βασίστηκε σε γεωγραφικά, χρονολογικά και θεματικά στοιχεία: ταινίες που έγιναν στην Ελλάδα τα τελευταία 10 χρόνια και φωτίζουν διαφορετικές πτυχές του τι σημαίνει να ζεις σε μια χώρα σε κρίση. Τέλος, επιλέξαμε δυο κλασικές ταινίες, τον «Δράκο» του Νίκου Κούνδουρου και την «Ευδοκία» του Αλέξη Δαμιανού, προκειμένου να θέσουμε το ιστορικό πλαίσο της επιλογής μας (αλλωστε η ιδέα της ελληνικής κρίσης δε γεννήθηκε τα τελευταία 10 χρόνια, έχει πολύ βαθύτερες ρίζες),, αλλά επίσης για να συστήσουμε στο κοινό της Βόρειας Ολλανδίας, που είχε πολύ μικρή επαφή με το ελληνικό σινεμά, τα βασικά χαρακτηριστικά της κινηματογραφικής μας παράδοσης.

Θεωρείτε ότι μια ταινία μπορεί να έχει κοινωνικοπολιτική δύναμη; Συμφωνείτε με την ιδέα ότι «όσο μεγαλύτερα τα προβλήματα, τόσο καλύτερες οι ταινίες;

Ρ.Β. Πιστεύω ότι οι ταινίες μπορούν να έχουν κάποια κοινωνικοπολιτική δύναμη. Ισως όχι πάντα σε πολύ μεγάλη κλίμακα, αλλά μπορείς ν’ αγγίξεις συγκεκριμένες μερίδες κοινού με οξυδερκή και ακέραια έργα τέχνης που θέτουν τα πράγματα σε κίνηση. Οι δημιουργοί δουλεύουν για περισσότερο καιρό στην έρευνα και την προετοιμασία της ταινίας τους, απ’ ό,τι η τηλεόραση ή οι δημοσιογράφοι. Γι’ αυτό το λόγο, οι κινηματογραφιστές έχουν τη δυνατότητα να προσεγγίζουν θέματα, προβλήματα και ιστορίες με άλλο τρόπο. Αυτό που βρίσκω εκπληκτικό είναι ότι κάποιοι δημιουργοί καταφέρνουν να παρουσιάσουν ιστορίες «avant le lettre». Αφηγούνται ιστορίες εμπνευσμένες από τις δικές τους εμπειρίες και ζωές και παρουσιάζουν αυτό που συμβαίνει σε ατομικό επίπεδο, ακόμα και προτού συγκροτηθεί κι εκδηλωθεί σε μεγαλύτερη κλίμακα. Αναρωτιέμαι τι θα συνέβαινε εάν οι ηγέτες του κόσμου, ή οποιοσδήποτε πολιτικός, βάσιζαν τη στρατηγική τους στις σημερινές ταινίες. Ωστόσο, τα μεγαλύτερα προβλήματα δεν οδηγούν, απαραίτητα, σε σπουδαιότερες ταινίες. Κάποιοι από τους ωραιότερους δημιουργούς έζησαν και δούλεψαν σε πλεονεκτικές περιόδους. Είναι, ωστόσο, αλήθεια ότι σε καιρούς χάους και απόγνωσης, οι πιο δυναμικοί κινηματογραφιστές είναι οι μόνοι που καταφέρνουν να φέρουν τις ιστορίες τους στο προσκήνιο, ιστορίες που παρουσιάζουν την αίσθηση του επείγοντος και της επιμονής και τις οποίες κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ή να αγνοήσει.

Κ.Κ. Πιστεύω έντονα στην κοινωνικοπολιτική ευθύνη των ταινιών, όχι τη δύναμή τους. Οι μόνοι που έχουν δύναμη είναι οι θεατές. Οι κινηματογραφιστές και οι ταινίες που κάνουμε δεν είναι τίποτε χωρίς αποδέκτη. Οσο καλές ή κοινωνικά ευαισθητοποιημένες κι αν είναι οι ταινίες, θα παραμείνουν για πάντα κενά περιβλήματα χωρίς κάποιον να τις δει και να αισθανθεί ότι ταυτίζεται μαζί τους. Ετσι, θα έλεγα ότι ταινίες που «άλλαξαν» τον κόσμο δεν υπάρχουν – είναι μυθοπλασία. Το μόνο που υπάρχει είναι το κοινό που χρησιμοποιεί τα εργαλεία και τις ιδέες που βρίσκει στις ταινίες μας και αποφασίζει να τα μεταμορφώσει σε όπλα. Η απόφαση είναι δική τους, όχι δική μας. Γι’ αυτό και μου προκαλούν δυσπιστία οι σκηνοθέτες που θέλουν «ν’ αλλάξουν τον κόσμο».

Οσο για το δεύτερο σκέλος της ερώτησης, βρίσκω κάθε προσέγγιση που θεωρεί ότι «όσο μεγαλύτερα τα προβλήματα, τόσο καλύτερες οι ταινίες», συγκαταβατική και μάλλον ρηχή, αν όχι ναρκισσιστική. Τελικά, πόσες ταινίες βλέπουμε από το Σουδάν, τη Σομαλία ή τη Βόρειο Κορέα; Καμία. Αρα, ας το συνειδητοποιήσουμε, η καλλιτεχνική παραγωγή, ιδιαίτερα εκείνη που χρειάζεται εξελιγμένα μέσα για να γίνει (και ο κινηματογράφος ειναι βασιλιάς σ’ αυτήν την κατηγορία), είναι προϊόν κοινωνιών που έχουν λύσει τα βασικά τους προβλήματα και απολαμβάνουν κάποιο επίπεδο ζωής. Εκείνο που σκοτώνει τη δημιουργικότητα είναι οι κοινωνίες που μένουν ακίνητες, ειδικά οι μικρές χώρες που συχνά έχουν πολιτισμική ομοιογένεια. Και η Ελλάδα οπωσδήποτε ήταν μια από αυτές, μέχρι πρόσφατα... Αρα είναι οι μεταβατικές περίοδοι και όχι τα προβλήματα, που ενισχύουν τη δημιουργικότητα. Αυτό μπορούμε να το επιβεβαιώσουμε και αντίστροφα: η νοτιοανατολική Ασία και η πρόσφατη μεταβολλή της από τριτοκοσμική σε αναπτυσσόμενη περιοχή γέννησε καλλιτεχνικό προϊόν χωρίς προηγούμενο.

Βλέπετε κάποιον συνδετικό άξονα στο περιεχόμενο των ταινιών που παρουσιάσατε, εκτός από την εθνικότητά τους;

Ρ.Β. Θεωρώ ότι η ελληνικότητα των ταινιών είναι απλώς η αφετηρία. Πολλές από τις ιστορίες είναι παγκόσμιες και παρουσιάζουν ένα μικρόκοσμο με τον οποίο μπορεί να ταυτιστεί οποιοδήποτε κοινό. Ιστορίες για ανθρώπους που ζουν σε ένα τόπο και μια εποχή που τους στερούν το μέλλον. Μια χώρα που βρίσκεται μέσα στο χάος και κάτω από πρωτοφανή πίεση. Οι ταινίες απεικονίζουν ανθρώπους για τους οποίους θα έπρεπε να αισθανόμαστε συμπάθεια, αντί να τους επιπλήττουμε. Μια απελπισμένη έλλειψη και ανάγκη για μεγαλύτερη ακεραιότητα και ανθρωπιά είναι ο βασικός κοινός παρανομαστής των ταινιών αυτού του προγράμματος.

Κ.Κ. Νομίζω ότι όλες οι ταινίες του προγράμματος παρουσιάζουν διαφορετικές οπτικές γωνίες του τι σημαίνει να ζεις σε μια χώρα σε κρίση. Για παράδειγμα, η «Ακρόπολη» της Εύας Στεφανή αποδομεί τα εθνικά σύμβολα, όπως ο «Κυνόδοντας» του Γιώργου Λάνθιμου αποδομεί την παραδοσιακή οικογένεια. Η «Ευδοκία» είναι η απόλυτη ωδή στην ελευθερία που συντρίβεται κάτω από το βαρύ χέρι της ανδρικής κυριαρχίας (και του εθνικισμού), όπως το «Wasted Youth» είναι μια ελεγεία στην ενέργεια μιας ολόκληρης γενιάς που συντρίβεται κάτω από μια κοινωνία παρωχημένων αξιών. Οι σύνδεσμοι είναι πολλοί και μπορούμε να ενώσουμε τις ταινίες με άπειρες αόρατες γραμμές. Ισως, τελικά, όλες αυτές οι γραμμές να είναι και μυθοπλαστικές ή φανταστικές, όπως είναι και οι έννοιες της «εθνικότητας» ή του «έθνους»...

Πώς ανταποκρίθηκε το κοινό στο πρόγραμμα των ελληνικών ταινιών;

Ρ.Β. Σε μία περίοδο όπου η Ελλάδα κυριαρχεί στην καθημερινή επικαιρότητα, υπάρχει ο κίνδυνος πληροφοριακού και συναισθηματικού κορεσμού και πρέπει να φροντίζουμε ώστε το κοινό να μη θεωρήσει ότι οι ταινίες είναι απλές προσθήκες στις καθημερινές ειδήσεις. Γιατί δεν είναι. Οι ταινίες είναι ανθρώπινες, δυνατές, έξυπνες, γεμάτες ζωή και χιούμορ και αξίζουν καλύτερη τύχη. Είμαι σίγουρος ότι η παρουσία της Εύας Στεφανή και της Μαρίας Χατζάκου προσέθεσε στην εμπειρία του κοινού κι έδωσε ευκαιρία για συζήτηση και επεξήγηση. Εχω τη μεγάλη ελπίδα ότι οι ταινίες θα καταφέρουν να ανακτήσει ο κόσμος τη συμπάθειά του για τον ελληνικό λαό και την κατάσταση στην οποία ζει, δεδομένου ότι οι Ελληνες παρουσιάστηκαν στην επικαιρότητα τους τελευταίους μήνες ως στυγνοί εγκληματίες και απάνθρωποι. Αυτό είναι κάτι που μου προκαλεί έντονο θυμό και την επιθυμία να αντιδράσω.