Ενημέρωση

Περί αιθουσαρχών, διανομέων, εισιτηρίων και...βίας στα γήπεδα!

στα 10

Ακριβώς τη στιγμή που αιθουσάρχες και διανομείς προσπαθούν ο καθένας από την πλευρά του και όλοι μαζί να αντιμετωπίσουν την κρίση, μια νέα νομοθετική ρύθμιση έρχεται για να βαθύνει ακόμη περισσότερο το χάσμα ανάμεσα στα πώς και τα γιατί της κινηματογραφικής κουλτούρας αυτής της χώρας.

Περί αιθουσαρχών, διανομέων, εισιτηρίων και...βίας στα γήπεδα!

Ας παραβλέψουμε το γεγονός πως η εν λόγω νομοθετική ρύθμιση που αφορά τον υπολογισμό του ειδικού φόρου από τις κινηματογραφικές αίθουσες περιλαμβάνεται σε έναν νόμο (4049/ΦΕΚ 35/Α/23.2.2012) υπό τον γενικό τίτλο «Αντιμετώπιση της βίας στα γήπεδα, του Ντόπινγκ, των προσυνεννοημένων αγώνων και λοιπές διατάξεις».

Προφανώς είναι και αυτό ακόμη μια πράξη στο θέατρο του παραλόγου που επιμένει να συγχέει τον Πολιτισμό με τον Τουρισμό και τώρα με τον Αθλητισμό, την ίδια στιγμή που προεκλογικές εξαγγελίες τολμούν για ακόμη μια φορά να ρίχνουν στάχτη στα μάτια ανυποψίαστων και υποψιασμένων μιλώντας για τον Πολιτισμό (;) της Ελλάδας ως «βαριά βιομηχανία». Ισως εδώ κολλάει το ντόπινγκ, αν το σκεφτεί κανείς καλύτερα!

Η παράγραφος 2 του άρθρου 44 του νόμου αναφέρει κατά λέξη τα εξής:

«Στην περίπτωση των επιχειρήσεων αιθουσών, όπως αυτές ορίζονται στη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 στοιχείο ε’ του ν. 3905/2010 ο υπολογισμός του ειδικού φόρου για την ανάπτυξη της κινηματογραφικής τέχνης, ο οποίος επιβάλλεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 60 του ν. 1731/1987 (Α’ 161), γίνεται επί της εκάστοτε τιμής του εισιτηρίου της κάθε επιχείρησης αιθουσών μετά την αφαίρεση ποσού πενήντα λεπτών του ευρώ (0,50 €) για την προβολή σε χειμερινή αίθουσα και ενός (1) ευρώ για την προβολή σε θερινή αίθουσα, ποσά τα οποία παρακρατούνται από την εκδούσα το εισιτήριο επιχείρηση.»

Για να κατανοήσει κανείς ωστόσο τι ακριβώς σημαίνει αυτός ο υπολογισμός αρκεί μια ανάλυση μιας μέσης τιμής ενός εισιτηρίου κινηματογράφου στην Ελλάδα σήμερα.

Από ένα εισιτήριο που κοστίζει 8 ευρώ, το τελικό ποσό που μοιράζονται αίθουσα και διανομέας προκύπτει μετά από την αφαίρεση του Φ.Π.Α. και την αφαίρεση του Φ.Δ.Θ. (Φόρου Δημοσίων Θεαμάτων).

Με τη νέα αυτή ρύθμιση ο μεμωνομένος κινηματογράφος, με μία ή δύο αίθουσες, παρακρατεί 0.5 ευρώ (αν είναι χειμερινή) και 1 ευρώ (αν είναι θερινή) και έτσι το τελικό ποσό που μοιράζονται αίθουσα και διανομέας προκύπτει μετά από την αφαίρεση του Φ.Π.Α., του 0.5 ή 1 ευρώ και στη συνέχεια του Φ.Δ.Θ.

Ο Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδία Αιθουσαρχών Ελλάδας, Παναγιώτης Τσακαλάκης, μας εξηγεί γιατί ακριβώς θεσπίστηκε αυτό το μέτρο και τι σημαίνει για τους αιθουσάρχες:

«Το μέτρο αυτό θεσπίστηκε για να σωθεί η αίθουσα. Και η χειμερινή και η θερινή. Αυτή τη στιγμή έχουν απομείνει στην Ελλάδα 135 χειμερινές αίθουσες και 170 θερινές, οι οποίες προσπαθούν να επιβιώσουν μέσα σε πραγματικά αντίξοες συνθήκες. Η ρύθμιση αυτή ήταν ένα ζητούμενο από την εποχή της θητείας της Μελίνας Μερκούρη στο Υπουργείο Πολιτισμού, δηλαδή να υπάρχει ένα ποσό που η κινηματογραφική αίθουσα - μιλάμε για τις μονές ή διπλές αίθουσες και όχι για τα mutliplex - θα μπορεί να παίρνει από την αξία του εισιτηρίου καθαρό, χωρίς καμία φορολογική επιβάρυνση.

Το ποσό δεν είναι σημαντικό, αλλά είναι τουλάχιστον κάτι που μπορεί να χρησιμεύσει για τη συντήρηση και τις λειτουργικές ανάγκες των αιθουσών. Οι μεμονωμένες αίθουσες βρίσκονται σήμερα σε σημείο αθλιότητας, το Υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού δεν έχει χρήματα για την επιστροφή του ειδικού φόρου που δίνεται στις αίθουσες όταν αυτές προβάλλουν ελληνικές ταινίες και αυτό το μέτρο μπορεί να βοηθήσει στο να σωθούν αίθουσες που υπό τις παρούσες συνθήκες θα αναγκαστούν να κλείσουν. Ως Ομοσπονδία Αιθουσαρχών αγωνιούμε καθημερινά και ενεργούμε πάντοτε με απώτερο σκοπό τη βιωσιμότητα των αιθουσών»

Οι διανομείς κινηματογραφικών ταινιών, ωστόσο, αντιδρούν έντονα σε αυτήν τη νέα ρύθμιση. Η Πρόεδρος της Ενωσης Διανομέων Κινηματογραφικών Ταινιών Ελλάδας (ΕΔΙΚΤΕ) και επικεφαλής της εταιρείας διανομής Feelgood Entertainment, Ειρήνη Σουγανίδου, μας εξηγεί τις θέσεις των διανομέων:

«Το πρόβλημα που δημιουργεί η συγκεκριμένη ρύθμιση, η οποία έχει σαν βασικό σκεπτικό την ενίσχυση της μονής/διπλής και θερινής αίθουσας - και η οποία πέρασε «παρεμπιπτόντως» με αφορμή μια τροπολογία ως προς τον τρόπο υπολογισμού του ειδικού φόρου για την ενίσχυση του κινηματογράφου - είναι ότι αυτή γίνεται με χρήματα που αποτελούν έσοδα των διανομέων και των παραγωγών. Ερχεται δηλαδή το κράτος και κάνει «πολιτική» με τα λεφτά των άλλων.

Η πρόσφατη τροπολογία που δίνει τη δυνατότητα στις αίθουσες για παρακράτηση ποσού 0,50 ευρώ για τις χειμερινές και 1,00 ευρώ για τις θερινές ανά εισιτήριο, έχει δημιουργήσει σημαντική αναστάτωση στην αγορά και δημιουργεί λόγω ελλιπούς διατύπωσης και σημαντικά προβλήματα στην εφαρμογή της ως προς την τιμολόγηση. Ούτως ή άλλως η διάταξη έχει ενδοτικό χαρακτήρα, δηλαδή δίνει τη δυνατότητα στην αίθουσα να κάνει την παρακράτηση αλλά δεν την υποχρεώνει.

Από την πλευρά της διανομής, αμφισβητούμε τόσο τη σκοπιμότητα, όσο και τη νομιμότητά της, αλλά και θεωρούμε εντελώς απαράδεκτη τη μεθόδευση που ακολουθήθηκε, με την πρωτόγνωρη μυστικότητα της διαδικασίας και τον αποκλεισμό μας από κάθε συμμετοχή στο θέμα, όταν μάλιστα είμαστε οι άμεσα ενδιαφερόμενοι και οι άμεσα θιγόμενοι.

Ο κινηματογράφος δοκιμάζεται από την οικονομική κρίση συνολικά, η συνεχής μείωση του αριθμού των εισιτηρίων πλήττει όχι μόνο την αίθουσα, αλλά κυρίως τους διανομείς των ταινιών, οι οποίοι επενδύουν σημαντικά ποσά για την αγορά και την προώθησή τους και δεν είναι επιτρεπτή και δίκαιη η μονομερής ενίσχυση της μιας πλευράς σε βάρος της άλλης. Σε κάθε περίπτωση, αν η πολιτεία επιθυμούσε πράγματι να ενισχύσει τις μονές αίθουσες, έχει τη δυνατότητα να το πράξει επιχορηγώντας τις και όχι αφαιρώντας μερίδιο από την «πίττα» που αναλογεί στις εταιρείες διανομής και στους παραγωγούς.

Η κρατική αυτή παρέμβαση στην κινηματογραφική αγορά, με τον αποκλεισμό του ποσοστού που μας αναλογεί στο ποσό των 0,50 ή του 1,00 ευρώ από κάθε κινηματογραφικό εισιτήριο, είναι προφανές ότι θίγει κατάφωρα την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων και συνιστά άνιση και προνομιακή μεταχείριση των αιθουσαρχών έναντι των διανομέων, διότι σε καθεστώς κρίσης που πλήττει εμπορικά και τους δύο φορείς της κινηματογραφικής αγοράς, η πολιτεία μεριμνά για την ενίσχυση μόνο της μίας πλευράς, όχι με δικά της μέσα, αλλά αφαιρώντας έσοδα από την άλλη πλευρά.

Επίσης, η προνομιακή μεταχείριση της μονής/διπλής και θερινής αίθουσας, σε βάρος των εταιρειών διανομής, δυσκολεύει και τις προσπάθειες που γίνονται για την μείωση του κινηματογραφικού εισιτηρίου. Να σημειωθεί επίσης, ότι το ποσό που εισπράττουμε ως διανομείς από κάθε κινηματογραφικό εισιτήριο, αποδίδεται κατά το μεγαλύτερο ποσοστό του, στους παραγωγούς των ταινιών που διανέμουμε, Ελληνες ή ξένους, οι οποίοι επίσης θίγονται από την επικείμενη ρύθμιση, ιδιαίτερα μάλιστα η δοκιμαζόμενη από κάθε άποψη ελληνική κινηματογραφική παραγωγή.

Τόσο οι κινηματογραφικές αίθουσες όσο και οι διανομείς είναι εμπορικές επιχειρήσεις και δεν είναι επιτρεπτή η διακριτική μεταχείρισή τους. Στην αγορά του κινηματογράφου και μάλιστα σε εποχή μεγάλης κρίσης, τα συμφέροντα όλων των φορέων δεν είναι αντιτιθέμενα, αλλά κοινά και ενιαία. Κανένα μέρος δεν μπορεί να σταθεί και να επιβιώσει χωρίς το άλλο ή σε βάρος του άλλου. Διότι κινηματογραφικές αίθουσες χωρίς βιώσιμες εταιρίες διανομής δεν μπορούν να υπάρξουν. Και με αυτό το σκεπτικό ακριβώς, είναι που ελπίζουμε να επικρατήσει η λογική και να υπάρξει άμεσα διορθωτική ρύθμιση, η οποία θα επαναφέρει την ισορροπία στην αγορά.

Η ενίσχυση του κινηματογράφου θα πρέπει να είναι βασικό μέλημα κάθε Υπουργείου Πολιτισμού και κάθε επιχείρησης που ασχολείται με τον κινηματογράφο. Και αυτή η ενίσχυση δεν πρέπει να γίνεται με αποσπασματικά μέτρα, αλλά με μια συνολική μακροπρόθεσμη πολιτική που θα ξαναφέρει τον κόσμο στις αίθουσες, θα μειώσει δραστικά το πρόβλημα της πειρατείας, θα ενισχύσει την εγχώρια παραγωγή κλπ.»

Συμπέρασμα;

Και οι δύο πλευρές μοιάζουν να έχουν απόλυτο δίκιο. Ειδικά σε μια εποχή που η ενίσχυση ολόκληρης της κινηματογραφικής κουλτούρας και διασκέδασης, ξεκινώντας από την παραγωγή, τη διανομή και την προβολή είναι κάτι περισσότερο από ζητούμενο. Και που το (πιο) φτηνό εισιτήριο για το σινεμά αποτελεί σχεδόν κάτι σαν λαϊκή απαίτηση. Και που ήδη υπάρχει ένας νόμος από το 2010 (νόμος υπ' αριθμ. 3905 «Ενίσχυση και ανάπτυξη της κινηματογραφικής τέχνης και άλλες διατάξεις») που όπως οι περισσότεροι νόμοι στην Ελλάδα της ανομίας και της παρανομίας δεν εφαρμόστηκε ποτέ. Και που ως άνθρωποι που αγαπάμε τον κινηματογράφο και ζούμε απ' αυτόν θέλουμε να είναι βιώσιμες τόσο οι αγαπημένες μας μεμονωμένες αίθουσες, όσο και οι κινηματογραφικές εταιρίες που τα τελευταία χρόνια διαχειρίζονται το θέμα «διανομή» με διεθνή στάνταρτς.

Και που όσο και να το προκαλεί το Υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού (και Αθλητισμού!) είναι τουλάχιστον θλιβερό να αναγκάζει τους ανθρώπους του κινηματογράφου να πέσουν σε «γηπεδικά» επίπεδα, προκειμένου να το πείσουν να κάνει απλά σωστά τη δουλειά του.