Συνέντευξη

Μισέλ Χαζαναβίσιους: Η σιωπή είναι χρυσός!

στα 10

Ο σκηνοθέτης του «The Artist» μιλάει στο Flix για την ταινία που ξεκίνησε από το πάθος του για το χολιγουντιανό σινεμά της δεκαετίας του ’20 και κατέληξε στην μεγαλύτερη επιτυχία του 2011, εκμηδενίζοντας όλο τον ενδιάμεσο χρόνο χωρίς ούτε μια λέξη!

Μισέλ Χαζαναβίσιους: Η σιωπή είναι χρυσός!
O Ζαν Ντιζαρντέν (αριστερά) μαζί με τον Μισέλ Χαζαναβίσιους στα γυρίσματα του «Τhe Artist»

Επτά μήνες πριν, όταν συναντήσαμε τον Μισέλ Χαζαναβίσιους στο Φεστιβάλ Καννών, κανείς δεν μπορούσε να πιστέψει πως η ταινία του, που μπήκε τελευταία στιγμή στο διαγωνιστικό πρόγραμμα του Φεστιβάλ, θα ήταν σήμερα η μεγαλύτερη έκπληξη του 2011, θέμα συζήτησης για το ίδιο το παρόν, το παρελθόν και το μέλλον του σινεμά και φαβορί για το Οσκαρ καλύτερης ταινίας.

Τότε, ο Μισέλ Χαζαναβίσιους ήταν απλά ο σκηνοθέτης δύο επιτυχημένων γαλλικών περιπετειών («ΟSS 117: Cairo, Nest of Spies» του 2006 και «OSS 117: Lost in Rio» του 2009) που τα μόνο κοινά τους με το «The Artist» ήταν ότι πρωταγωνιστούσε ο Ζαν Ντιζαρντέν και πως αποτελούσαν «παλιομοδίτικες» συνέχειες της σειράς κατασκοπικών ταινιών «OSS 117» της δεκαετίας του ’50 και του ’60.

Αν, όμως, κάποιος μπορούσε να διαβάσει πίσω από τις ανύπαρκτες γραμμές των διαλόγων του «The Artist», μπορούσε να καταλάβει ακόμη και τότε, μετά την πρώτη προβολή του στο Φεστιβάλ των Καννών, πως αυτή η ταινία δεν ήταν απλά ένα πείραμα για το πώς θα έμοιαζε εν έτει 2011 ένα ασπρόμαυρο βωβό φιλμ – φόρος τιμής στις απαρχές του σινεμά όπως μας το έμαθε το Χόλιγουντ.

Εκτελεσμένο με το πάθος ενός ανθρώπου που ήθελε με κάθε τρόπο να αποδείξει πως το σινεμά δεν έχει παρελθόν και μέλλον, αλλά μόνο παρόν και crowd pleaser από τα λίγα που έχει γνωρίσει η σύγχρονη ευρωπαϊκή παραγωγή, το «The Artist» υπήρξε το αγαπημένο outsider ολόκληρου του Φεστιβάλ. Η ταινία που θα έφευγε από τις Κάννες με το βραβείο ανδρικού ρόλου στον Ζαν Ντιζαρντέν και με το συμβόλαιο της Weinstein Company στο χέρι. Για να καταλήξει, επτά μήνες αργότερα, ως η πιο πολυβραβευμένη ταινία της χρονιάς από την πλειοψηφεία των κριτικών ενώσεων της Αμερικής, η ταινία με τις περισσότερες υποψηφιότητες για τις φετινές Χρυσές Σφαίρες και απόλυτο φαβορί για το Οσκαρ καλύτερης ταινίας.

hazanavicius

Τι σας ενέπνευσε να κάνετε μια βωβή ταινία, ακριβώς όπως τις γύριζαν στη δεκαετία του ’20 και πόσο δύσκολο ήταν να πείσετε παραγωγούς και χρηματοδότες για να επενδύσουν σε αυτήν;

Δεν είναι εύκολο να πω από που εμπνεύστηκα την ταινία, γιατί είναι ένας συνδυασμός πολλών πραγμάτων. Απλά χρησιμοποίησα την επιτυχία των δύο προηγούμενων ταινιών μου για να το καταφέρω. Οταν ο κόσμος με ρωτούσε τι θέλω να κάνω, τους έλεγα την αλήθεια, γιατί ήταν ο μόνος τρόπος να μείνω σταθερός στο όραμα μου. Δεν ήταν εύκολο. Στην πραγματικότητα, οι περισσότεροι είχαν πρόβλημα με το ασπρόμαυρο και όχι με το βωβό. Οι τηλεοπτικοί σταθμοί, που αποτελούν την βασική πηγή χρηματοδότησης του σινεμά στην Ευρώπη, δεν θέλουν το ασπρόμαυρο. Δεν είχαν πρόβλημα με το βωβό γιατί είναι κάτι που δεν συμβαίνει, οπότε και δεν ήξεραν πως να το διαχειριστούν. Ευτυχώς, είχα την τύχη να συνεργαστώ με τον παραγωγό Τομάς Λανγκμάν, ο οποίος ήταν αρκετά τρελός για να με εμπιστευτεί και να μου δώσει την ευκαιρία να κάνω αυτήν την ταινία.

Ποιοι σκηνοθέτες και ποιες βωβές ταινίες υπήρξαν οι άμεσες επιρροές σας:

Υπάρχουν πολλοί σκηνοθέτες που με επηρέασαν. Νομίζω πως ο Μπίλι Γουάιλντερ είναι ο καλύτερος από όλους. Αλλά για το «The Artist» μελέτησα πολλές βωβές ταινίες του Τζον Φορντ, του Φριτζ Λανγκ, του Τοντ Μπράουνινγκ, αλλά και σύγχρονους σκηνοθέτες όπως τους αδερφούς Κοέν. Δημιουργούς που λειτουργούν ελεύθερα: είτε μελοδραματικά είτε αστεία, ανάλογα με τη διάθεση τους, χωρίς να ενδιαφέρονται για το κινηματογραφικό είδος το οποίο υπηρετούν. Λατρεύω αυτήν την ελευθερία. Διάβασα πολλά βιβλία, βιογραφίες ηθοποιών και σκηνοθετών. Στο «The Artist» υπάρχουν επιρροές από τις ζωές των Ντάγκλας Φέρμπανκς, Γκλόρια Σουάνσον, Τζόαν Κρόφορντ, Γκρέτα Γκάρμπο και Τζον Γκίλμπερτ. Οσο περισσότερο έχεις ερευνήσει το θέμα σου, τόσο περισσότερο μπορείς να «παίξεις» με αυτό!

Η ταινία γύριστηκε σε ασπρόμαυρο φιλμ ή σε έγχρωμο που μετατράπηκε σε ασπρόμαυρο μετά από επεξεργασία;

Γυρίσαμε την ταινία και σε έγχρωμο και σε ασπρόμαυρο και προσπαθήσαμε να δουλέψουμε πολύ με το γκρι. Οταν δεν έχεις διάλογο για να εξηγήσεις διάφορα πράγματα, πρέπει να χρησιμοποιήσεις οτιδήποτε διαθέτεις για να αφηγηθείς την ιστορία σου. Προσπάθησα να σεβαστώ τους κανόνες των βωβών ταινιών. Το γεγονός ότι γυρίσαμε την ταινία στο Λος Αντζελες, σε στούντιο του Χόλιγουντ βοήθησε πολύ. Γυρίσαμε σκηνές στο κρεβάτι της Μέρι Πίκφορντ, οπότε δεν θα μπορούσε κανείς να είναι πιο ακριβής στην αποτύπωση της λεπτομέρειας της εποχής και του είδους.

Υπήρχαν διάλογοι τους οποίους ερμηνεύουν ο Ζαν Ντιζαρντέν και η Μπερενίς Μπεζό, ακόμη και αν όλοι γνωρίζατε ότι δεν θα ακούγονται στην ταινία;

Κάποιες φορές λένε πράγματα που υπήρχαν στο σενάριο και άλλες φορές όχι. Η αλήθεια είναι ότι μου ζητούσαν συνέχεια διαλόγους σε όλη τη προετοιμασία της ταινίας αλλά εγώ δεν ήθελα να τους δώσω. Σκέφτηκα πως είναι ηθοποιοί και θα αυτοσχεδιάσουν, αλλά το τελευταίο πράγμα που ήθελα ήταν να δουλέψουν πάνω σε πραγματικούς διαλόγους. Μιλήσαμε ωστόσο πολύ μεταξύ μας: για τους χαρακτήρες, τις καταστάσεις των ηρώων, τις σκηνές, το στιλ του παιξίματος... Προσπάθησα να τους διαβεβαιώσω πως δεν θα χρειαζόταν να παίξουν «βωβά». Η Μπερενίς (σ.σ. Μπεζό, πρωταγωνίστρια του «The Artist» και σύζυγος του Μισέλ Χαζαναβίσιους) που ήξερε το σενάριο από την πρώτη μέρα που ξεκίνησα να το γράφω είχε ίσως περισσότερα σημεία αναφοράς, αλλά και για τους δύο το να κάνουν αυτήν την ταινία ήταν μια εξάσκηση. Ξέρω καλά τον Ζαν και ξέρω πως αν βρει το σωστό τόνο της φωνής του, έχει βρει και το ρόλο. Δεν μπορούσε όμως να το κάνει αυτό εδώ. Για τους περισσότερους ηθοποιούς, η φωνή τους είναι το μεγαλύτερο πλεονέκτημα τους. Ξαφνικά έπρεπε να δουλέψουν χωρίς αυτή. Το κείμενο χρειάζεται για να συλλάβεις τα συναισθήματα των χαρακτήρων, αλλά εδώ όλα έπρεπε να «συλληφθούν» οπτικά, χωρίς τη βοήθεια των λέξεων, των αναπνοών, του τόνου και όλων όσων παραδοσιακά δουλεύουν οι ηθοποιοί. Αυτό που κατάφεραν και οι δύο ήταν πολύ δύσκολο και σε κάθε περίπτωση ασυνήθιστο. Ευτυχώς ο Ζαν και η Μπερενίς ήταν οι καλύτεροι ηθοποιοί που θα μπορούσα να έχω σε αυτήν την ταινία.

Θεωρείτε το «The Artist» μια επιστροφή στις απαρχές του κινηματογράφου, μια απάντηση στην απόλυτη κυριαρχία του 3D στο σύγχρονο σινεμά;

Το «The Artist» δεν είναι μια ταινία που στρέφεται εναντίον του 3D. Γενικά δεν είναι μια ταινία που στρέφεται εναντίον του σύγχρονου σινεμά. Για μένα είναι απλά ένας άλλος τρόπος να αφηγηθείς μια ιστορία. Δεν υπήρχε στρατηγική και πολιτική πίσω από τη δημιουργία της ταινίας. Απλά ήθελα να το κάνω. Ηταν μια πρόκληση και νομίζω πως είναι και μια πρόκληση για το κοινό. Ο λόγος δεν είναι ο μόνος τρόπος για να επικοινωνήσεις με το κοινό. Και το «Τhe Artist» είναι μια ταινία που μιλάει με το συναίσθημα. Το έχω πει πολλές φορές και μπορεί να μοιάζει γραφικό, αλλά είναι όπως όταν έχεις ένα μωρό το οποίο δεν μιλάει αλλά εσύ επικοινωνείς μαζί του. Βρίσκεις τρόπους για να το κάνεις να καταλάβει τι θες να του πεις. Και όταν χαμογελάει είναι μια στιγμή που δεν συγκρίνεται με το όταν λες απλά ένα αστείο και οι φίλοι σου γελάνε. Ακριβώς όπως συμβαίνει όταν είσαι ζευγάρι και μιλάς στον άλλο χωρίς να χρησιμοποιείς λέξεις. Μπορείς να πεις περισσότερα με ένα νεύμα, με τα μάτια ή ακόμη και με τη σιωπή.

Πως σας φαίνεται η προοπτική του να εγκαταλείψετε τη Γαλλία και να δουλέψετε στο Χόλιγουντ;

Θα μπορούσα να δουλέψω στο Χόλιγουντ, αν μου πρότειναν ένα καλό σενάριο. Αλλά δεν πρόκειται να το κυνηγήσω. Αισθάνομαι υπέροχα που ζω και δουλεύω στη Γαλλία. Πιστεύω ότι είναι η ιδανική χώρα για να κάνεις ταινίες...

Δείτε παρακάτω ένα αποκαλυπτικό (έγχρωμο και με ήχο) αφιέρωμα στα γυρίσματα του «The Artist» του Μισέλ Χαζαναβίσιους που κυκλοφορεί στις ελληνικές αίθουσες στις 22 Δεκεμβρίου από τη Feelgood Entertainment