Συνέντευξη

Λούι Ψυχογιός: Ο Έλληνας που κέρδισε Οσκαρ

στα 10

Λαμπρός φωτογράφος του National Geographic, αλλά και διάσημων και σημαντικών ανθρώπων -σκεφθείτε τον Μπιλ Γκέιτζ ή τον Πολ Νιούμαν-, ενεργός ακτιβιστής για την διάσωση των ωκεανών και τώρα βραβευμένος με όσκαρ σκηνοθέτης. Δεν είναι το ελληνικό δαιμόνιο που οδηγεί τον Λούι Ψυχογιό στις διαφορετικές μα πάντα πετυχημένες δραστηριότητές του, αλλά η ανάγκη του να κάνει μόνο ότι τον παθιάζει και η πίστη του πως ακόμη κι ένας άνθρωπος μπορεί ν αλλάξει τον κόσμο…

Λούι Ψυχογιός: Ο Έλληνας που κέρδισε Οσκαρ

Μπορεί μια ταινία να αλλάξει τον κόσμο; Πιθανότατα όχι, όμως αυτό δεν πρόκειται να σταματήσει τον Λούι Ψυχογιό από το να προσπαθεί. Μπορεί στο γραφείο του να βρίσκεται πλέον ένα Όσκαρ για το The Cove, το ντοκιμαντέρ του που αποκάλυψε την φρικιαστική αλήθεια πίσω από την συνεχιζόμενη σφαγή των δελφινιών στην Ιαπωνική πόλη Ταϊτζί και την διάθεση του δηλητηριασμένου από υδράργυρο κρέατός τους στην αγορά, όμως το όσκαρ κι όλα τα βραβεία που προηγήθηκαν ήταν απλώς μια απλή επιβράβευση κι όχι αυτοσκοπός. Ο Ψυχογιός αποφάσισε να γυρίσει την ταινία θέλοντας να ξεσκεπάσει μια αληθινή τραγωδία για την οποία κανείς δεν μιλά και που εδώ και χρόνια καλύπτεται στην Ιαπωνία από ένα πέπλο ένοχης σιωπής. Το ενδιαφέρον του για την σφαγή των δελφινιών στον κόλπο του Ταϊτζί δεν είναι κάτι καινούριο ούτε μεμονωμένο. Όλα ταιριάζουν σε μια μεγαλύτερη και πιο… βαθιά εικόνα και ξεκινούν από την αγάπη του για την θάλασσα και τις καταδύσεις. «Το πιο σημαντικό πράγμα που έχω κάνει στη ζωή μου μετά από την οικογένεια μου, είναι ο χρόνος που έχω περάσει στον ωκεανό, εξερευνώντας την ζωή και την μαγεία του. H ιδέα ότι όλο αυτό πρόκειται να εξαφανιστεί, είναι κάτι που με εξοργίζει» λέει. «Ο άνθρωπος με τον οποίο κάνουμε μαζί καταδύσεις κι ένας από τους καλύτερούς μου φίλους είναι ο Τζιμ Κλαρκ, ένας επιχειρηματίας που έχοντας ξεκινήσει αρκετές εταιρίες στο παρελθόν όπως την silicon graphics ή το netscape έγινε πολύ γρήγορα δισεκατομμυριούχος. Με τον Τζιμ κάνουμε μαζί καταδύσεις εδώ και πολλά χρόνια. Ταξιδεύουμε ανά τον κόσμο σε υπέροχες προστατευόμενες θάλασσες και κάθε χρόνο που επιστρέφαμε στα ίδια μέρη, βλέπαμε την κατάσταση να χειροτερεύει, τους υφάλους να εξαφανίζονται σίγα σιγά, παίρνοντας την ζωή που κατοικούσε σε αυτούς μαζί τους. Την τελευταία φορά που πήγαμε στα νησιά Γκαλαπάγκος βρήκαμε ψαράδες σε ένα προστατευμένο θαλάσσιο καταφύγιο. Όταν ο Τζιμ είπε εξοργισμένος «κάποιος πρέπει να κάνει κάτι γι αυτή την κατάσταση» και του απάντησα «γιατί όχι εσύ κι εγώ;».». Το αποτέλεσμα εκείνης της φράσης ήταν η ίδρυση της Oceanic Preservation Society ενός οργανισμού «που έχει σκοπό να ενημερώσει τον κόσμο για το τι ακριβώς συμβαίνει στο 70% του πλανήτη, τους ωκεανούς και να βοηθήσει να αναστραφεί η υπάρχουσα κατάσταση. Είναι απολύτως επείγον να προειδοποιήσουμε τον κόσμο για την τεράστια απειλή των ωκεανών και των πλασμάτων που ζουν σ αυτούς. Από τις φάλαινες μέχρι το πλανγκτον το οποίο είναι υπεύθυνο για την παραγωγή της μισής ποσότητας οξυγόνου που αναπνέουμε στον πλανήτη, όλα αυτή τη στιγμή βρίσκονται σε κίνδυνο. Κι αυτό είναι κάτι για το οποίο δεν μπορούμε να μείνουμε άπραγοι».

All Greek to him

Ο Λούι έτσι κι αλλιώς δεν μοιάζει να είναι από τους ανθρώπους που περιμένουν, την τύχη, το χρόνο, ή την ζωή να πάρει τις αποφάσεις γι αυτούς. Το 1980 σε ηλικία 23 χρόνων έγινε ο πρώτος φωτογράφος που προσέλαβε το National Geographic μετά από δώδεκα ολόκληρα χρόνια και σύντομα έγινε ένας από τους πιο πολύτιμους και ικανούς συνεργάτες του. Ο Λούι δούλευε ήδη σαν φωτογράφος σε εφημερίδες σαν τους Los Angeles Times, αλλά το National Geographic αποτελούσε πάντα το μεγάλο του όνειρο. «Στο ερώτημα ποιος είναι ο στόχος μου στη ζωή, απαντούσα πάντα «θέλω να δουλέψω για το national Geographic». Συνήθως η αντίδραση που κέρδιζα ήταν «όπως και κάθε φωτογράφος στον πλανήτη. Και τι θα κάνεις όταν δεν τα καταφέρεις;». Όμως δεν είχα εναλλακτικό σχέδιο. Αυτό ήθελα να κάνω όλη μου τη ζωή και δεν εγκατέλειψα το όνειρο μου μέχρις ότου τελικά έγινε πραγματικότητα. Νομίζω ότι αυτή η επιμονή και η αποφασιστικότητα έχει να κάνει με το ελληνικό μου αίμα. Η καταγωγή μου είναι από της Σπάρτη και νομίζω ότι όλοι έχουμε λίγο από το πνεύμα των 300 του Λεωνίδα μέσα μας, μπορούμε να σταθούμε με γενναιότητα απέναντι σε αντιπάλους και καταστάσεις που δικαίως μας τρομάζουν. Στις περισσότερες περιπτώσεις άλλωστε, ο πιο δύσκολος αντίπαλος δεν είναι άλλος από τον εαυτό σου και τους ίδιους τους φόβους σου». Η ελληνική του καταγωγή είναι όπως αντιλαμβάνεστε κάτι για το οποίο νιώθει περήφανος, ακόμη κι αν όπως λέει, μιλάει “ligo” τη γλώσσα κι αισθάνεται ενοχές κάθε φορά που έρχεται στην Ελλάδα και δεν μπορεί να συνεννοηθεί με ευκολία. «Εν τούτοις νιώθω ακόμη Έλληνας κι αυτό νομίζω σημαίνει κάτι» ξεκαθαρίζει. Τι στ αλήθεια σημαίνει Έλληνας σε έναν δεύτερης γενιάς ελληνοαμερικάνο που είναι στην πραγματικότητα πολίτης του κόσμου, αν όχι πολίτης των ωκεανών; «Είναι η γνώση, η αίσθηση μια κοινής κληρονομιάς, αλλά και μια κοινότητας. Νομίζω ότι το να είσαι Έλληνας ειδικά στο εξωτερικό σε συνδέει με έναν ξεχωριστό τρόπο με όσους μοιράζεστε μια κοινή καταγωγή. Νιώθεις μέρος μια μεγαλύτερης οικογένειας, νιώθεις κομμάτι μιας αδελφότητας. Αν και αυτό μπορεί φυσικά να λειτουργήσει εναντίον σου, ειδικά αν θεωρείς ότι η καταγωγή σου με κάποιο τρόπο σε κάνει ανώτερο από τους άλλους. Αυτό που πρέπει να κάνεις είναι να πάρεις τα καλά πράγματα από την πολιτιστική σου κληρονομιά και να αφήσεις τα υπόλοιπα πίσω. Κάπως έτσι είναι και το να είσαι σκηνοθέτης. Οφείλεις να βγάζεις στον κάθε έναν από τους συνεργάτες σου τον καλύτερό τους εαυτό ακόμη κι αν τα πάντα γύρω σου αποδεικνύονται πολύ πιο δύσκολα απ όσο μπορείς να φανταστείς».

Undercover director

Στα γυρίσματα του The Cove όλα ήταν πολύ δυσκολότερα απ ότι οποιοσδήποτε μπορούσε να φανταστεί. Οι κάτοικοι της πόλης ήταν γεμάτοι υποψίες για τους «ξένους», οι ψαράδες ανοιχτά εχθρικοί η αστυνομία εναντίον τους. Τα γυρίσματα έπρεπε να γίνονται με μυστικότητα με κρυμμένες κάμερες και τεχνικές που θυμίζουν κατασκοπική ταινία. «Τα πράγματα ήταν χειρότερα απ ότι φαίνεται στην ταινία. Μέναμε σε πέντε δωμάτια σε ένα ξενοδοχείο και στα πέντε διπλανά μας, έμεναν αστυνομικοί. Αν θέλαμε να βγούμε το βράδυ, οι αστυνομικοί θα μας παρακολουθούσαν. Χρειάστηκε να πάμε στην Ιαπωνία πέντε φορές για να ολοκληρώσουμε την ταινία και κάθε φορά που παγαίναμε γινόταν όλο και πιο τρομακτικό και πιο επικίνδυνο. Μπορεί να μην ήξεραν τι ακριβώς κάναμε αλλά ήξεραν ότι κάναμε κάτι. Κάποια στιγμή μάλιστα η αστυνομία μας έδιωξε από την πόλη γιατί θεωρητικά κάναμε τους κατοίκους να νιώθουν ανήσυχοι». Μετά την προβολή της ταινίας στο φεστιβάλ του Sundance τον Φεβρουάριο του 2009, όπου κέρδισε το βραβείο κοινού και ξεκίνησε την μεγάλη κούρσα που θα την έφερνε στα Όσκαρ, όλοι έμαθαν όχι μόνο τι έκανε ο Ψυχογιός και η ομάδα του όλο αυτό τον καιρό στην μικρή πόλη της Ιαπωνίας αλλά κυρίως τι γινόταν μακριά από περίεργα μάτια σε εκείνον τον γραφικό, αλλά αιματοβαμμένο κόλπο. Ο Ψυχογιός μπορεί να θεωρείται persona non grata στην πόλη του Ταϊτζί, όμως μετά την θριαμβευτική πορεία της ταινίας στα φεστιβάλ του πλανήτη και φυσικά την βράβευση της με Όσκαρ, τώρα θα βγει και στις ιαπωνικές αίθουσες. Ο ίδιος δεν δείχνει να ανησυχεί για την τύχη της, μια που στην πρώτη της προβολή στο φεστιβάλ του Τόκιο τον περασμένο Οκτώβρη οι αντιδράσεις ήταν κάτι παραπάνω από ενθαρρυντικές. «Η αλήθεια είναι πως ήταν λίγο τρομακτικό να επιστρέψουμε στην χώρα, καθώς εκκρεμούν εντάλματα σύλληψης εναντίον μου για καταπάτηση περιουσίας, συνομωσία για την παρεμπόδιση του εμπορίου και φωτογράφηση αστυνομικών χωρίς την συγκατάθεση τους. Στην προβολή του φεστιβάλ, ήταν παρόντες όλοι οι «κακοί» της ταινίας: οι άνθρωποι που εμπόδιζαν με κάθε τρόπο την κινηματογράφηση, ο δήμαρχος της Ταίτζι, οι ψαράδες με τους δικηγόρους τους. Αλλά έφυγαν άπρακτοι, ντροπιασμένοι από τις αντιδράσεις του κοινού που χειροκροτούσε όρθιο στο τέλος της προβολής». Οι αντιδράσεις που προκαλεί το φιλμ μοιάζουν κοινές σε κάθε γωνιά του πλανήτη κάτι που κάνει τον Λούι να λέει ότι «το σινεμά είναι το πιο δυνατό όπλο στον κόσμο. Εγώ το ονομάζω “όπλο μαζικής δημιουργίας”. Δούλεψα στο National Geographic για δεκαοχτώ χρόνια καθώς και σε μερικά από τα μεγαλύτερα περιοδικά του κόσμου, αλλά ποτέ δεν είδα ανθρώπους να χειροκροτούν να συγκινούνται, να ρωτούν με πάθος τι μπορούν να κάνουν για να βοηθήσουν μετά από ένα φωτογραφικό μου ρεπορτάζ ή ένα άρθρο. Όταν δούλευα σαν φωτογράφος πίστευα ότι έχω την καλύτερη δουλειά στον κόσμο, αλλά είχα άδικο. Η καλύτερη δουλειά στον κόσμο είναι αυτή που κάνω τώρα. Μπορώ να χρησιμοποιήσω την ίδια ματιά και να αγγίξω μέσα από αυτή χιλιάδες ανθρώπους σε κάθε γωνιά του πλανήτη». Ίσως για κάποιους η φράση «καλύτερη δουλειά στον πλανήτη» να είναι κάπως δυσκολοχώνευτη, ειδικά όταν για να την φέρεις εις πέρας πρέπει να περάσεις μέσα από αμέτρητες δυσκολίες και να διακινδυνεύεις την ελευθερία σου ακόμη και την σωματική σου ακεραιότητα αλλά ο Λούι Ψυχογιός δεν μοιράζεται την άποψη «η ασφάλεια πάνω απ όλα». «Ναι θα το παραδεχτώ μου αρέσουν τα προβλήματα» λέει. «Νομίζω ότι μας κρατούν ζωντανούς πνευματικά και συναισθηματικά, δίνουν στην ζωή ενδιαφέρον. Πως αλλιώς θα ξεκινούσα μια εντελώς καινούρια διαδρομή στα μισά της ζωής μου, αφήνοντας πίσω μου μια πετυχημένη καριέρα στη φωτογραφία; Πιστεύω ότι ο μόνος δρόμος προς την πρόοδο, η μόνη δυνατότητα να πας μπροστά είναι να κρατά τον εαυτό σου σε εγρήγορση. Αν νιώθεις βολικά στη ζωή και την δουλεία σου, αρχίζεις να χαλαρώνεις υπερβολικά. Όταν ξεκινούσα το the Cove δεν ήξερα αν μπορούσα να γυρίσω μια ταινία, δεν το είχα ξανακάνει.» λέει ο Ψυχογιός Κι όταν τελικά ξεκίνησα μου ήρθε στο μυαλό ένα περιστατικό πριν από μερικά χρόνια: Ο Τζιμ Κλαρκ, έχει ένα μεγάλο σκάφος, στην πραγματικότητα έχει το μεγαλύτερο ιδιωτικό σκάφος στον κόσμο. Πριν πέντε χρόνια ήμασταν στην καραϊβική σε διακοπές και στο διπλανό σκάφος, της οικογένειας Γκέτι, ήταν ο Στιβεν Σπίλμπεργκ. Ο γιος μου έκανε πολύ παρέα με τον γιο του, ήταν τότε δεκατεσσάρων χρονών και μια μέρα ο Στίβεν με ρώτησε με τι ασχολούμαι. Του είπα ότι είμαι φωτογράφος αλλά ότι σκέφτομαι να ασχοληθώ με το σινεμά και τον ρώτησα αν έχει να μου δώσει κάποια συμβουλή. Μου είπε «μην κάνεις ποτέ μια ταινία στην οποία θα πρέπει να χρησιμοποιήσεις σκάφη και μην δουλέψεις ποτέ με ζώα». Δεν θα μπορούσα να έχω διαλέξει χειρότερο θέμα».

Bigger, better, stronger

Η επόμενη ταινία του μοιάζει να είναι ακόμη πιο φιλόδοξη κι όπως λέει ακόμη πιο δύσκολη: «θα είναι γυρισμένη σε 3D και θα έχει σαν θέμα το πώς ο άνθρωπος είναι η μεγαλύτερη απειλή για τον πλανήτη από την εποχή του μετεωρίτη που εξαφάνισε τους δεινοσαύρους». Παραγωγός θα είναι ο Λόρενς Μπέντερ συνεργάτης του Ταραντίνο και η ομάδα του Ψυχογιού έχει ήδη αρχίσει να δουλεύει πάνω στην προετοιμασία της. «Μπορεί να μην έχω κάνει ποτέ μια ταινία σε 3D αλλά ξέρεις, τα πράγματα είναι πιο απλά αν είσαι αποφασισμένος να τα φέρεις εις πέρας. Στο κάτω κάτω ανήκω πλέον στο ίδιο «κλαμπ» με τον Τζείμς Κάμερον τώρα, μπορώ πολύ απλά να τον ρωτήσω. Πόσο cool είναι αυτό;» λέει γελώντας, αλλά δείχνοντας απόλυτα ικανός να το κάνει. «Ελπίζω να ξεκινήσω γυρίσματα το συντομότερο δυνατό, νομίζω ότι θα είναι το καλύτερο πράγμα μετά την βράβευσή μου με το όσκαρ. Είναι λίγο τρομακτικό να πετυχαίνεις κάτι τόσο μεγάλο τόσο γρήγορα (αν κι εμένα μου πήρε στ αλήθεια 52 χρόνια) αλλά πιστεύω ότι η σκληρή δουλειά που απαιτεί ένα γύρισμα, μια καινούρια περιπέτεια είναι το καλύτερο πράγμα για να παραμείνεις ειλικρινής απέναντι στον εαυτό σου». Μπορεί η παραπάνω φράση να κάνει κάποιους να σκεφτούν ότι ο Ψυχογιός στέκεται κριτικά απέναντι στο καινούριο χρυσαφί αγαλματάκι του, αλλά ο ίδιος είναι ο πρώτος που θα παραδεχτεί την σημασία που έχει για την δουλειά του η βράβευσή του. «Πέρα από το ότι από εδώ κι εμπρός η φράση «ο βραβευμένος με όσκαρ σκηνοθέτης» θα συνοδεύει το όνομά μου ή ότι είναι πολύ κολακευτικό να ακούς τον Κλούνεϊ να επαινεί την ταινία σου και τον Ταραντίνο να σου λέει πως τον έκανες να σκεφτεί την πιθανότητα να γυρίσει ένα ντοκιμαντέρ, η σημασία του βραβείου είναι πολύ πιο ουσιαστική. Το Όσκαρ θα κάνει περισσότερους ανθρώπους να μάθουν και να δουν την ταινία μου, κι ελπίζω ότι θα βοηθήσει το περιβαλλοντικό κίνημα στην Ιαπωνία ώστε να σταματήσει σύντομα η σφαγή στο Ταϊτζί. Και μαζί θα κάνει πιο εύκολο για μένα να γυρίσω τις ταινίες που θέλω». Και οι ταινίες που θέλει να κάνει ο Λούι Ψυχογιός είναι όλες στρατευμένος στον σκοπό που εκείνος θεωρεί σημαντικότερο, την διάσωση του περιβάλλοντος και την επιβίωσή μας που είναι απόλυτα συνδεδεμένη με αυτό. Και θα το κάνει μέσα από φιλμ που όπως και το The Cove, απαιτούν την προσοχή, μαγνητίζουν το βλέμμα αλλά κρύβουν στο βάθος τους μια αλήθεια και μια συναρπαστική ιστορία. «Αν δεις τις φωτογραφίες μου, ακόμη κι αυτές που ήταν πορτρέτα διασήμων πετυχημένων ανθρώπων, θα καταλάβεις ότι πάντα αναζητούσα ένα στοιχείο που θα σε έκανε να δεις κάποιον που ίσως έχεις ήδη δει εκατοντάδες φορές με ένα διαφορετικό μάτι. Συχνά ήθελα να τονίσω ένα χαρακτηριστικό ή ένα κατόρθωμα τους. Για παράδειγμα είχα φωτογραφίσει τον Μπιλ Γκέιτς πάνω σε μια στοίβα από χαρτιά που αντιπροσώπευε πόση πληροφορία μπορούσες να χωρέσεις σε ένα cd τότε και είναι μια φωτογραφία που αφηγείται μια ιστορία. Πάντα προσπαθούσα να πω μια ιστορία μέσα από τις φωτογραφίες μου είτε απλά μέσα από τα πρόσωπα των ανθρώπων ή το περιβάλλον τους. Το ίδιο κάνω τώρα και με τις ταινίες μόνο που εδώ οι ιστορίες είναι πολύ πιο σύνθετες. Και μπορούν να είναι πολύ πιο αποτελεσματικές. Μια ταινία μπορεί να είναι δέκα δολάρια κι ένα κουτί ποπ κορν, ή μπορεί να είναι ο τρόπος σου για να αλλάξεις τον κόσμο»…