Συνέντευξη

Νταβίντ Γκουαϊτά: Σχεδιάζοντας τους τίτλους της «Τελευταίας Ακροβάτιδας»

στα 10

Το να φεύγεις από ένα φιλμ και να σκέφτεσαι τους τίτλους αρχής, σημαίνει ότι κάποιος έκανε καλή δουλειά. Oταν αυτό συμβαίνει σε μια ταινία που σου καίει τον αμφιβληστροειδή, όπως η «Τελευταία Ακροβάτις της Μαδρίτης» τότε ψάχνεις τον υπεύθυνο.

Νταβίντ Γκουαϊτά: Σχεδιάζοντας τους τίτλους της «Τελευταίας Ακροβάτιδας»
Οταν οι τίτλοι μιας ταινίας είναι από μόνοι τους έργο τέχνης

Μπορεί η εικονογραφία των αλλόκοτων κλόουν και η σαρωτική κινηματογραφική γλώσσα της ταινίας του Αλεξ ντε λα Ιγκλέσια, να σε αποπροσανατολίζει από την αληθινή της φύση, που είναι ανάμεσα σε αλλά και βαθιά πολιτική, όμως η σεκάνς των τίτλων της αρχής, που σε πρώτη ματιά, ίσως μοιάζει εξίσου αταίριαστη (αλλά απλά συναρπαστική), δεν σε βάζει απλά σε ένα κλίμα απόλυτης προσήλωσης, αλλά επανέρχεται στο μυαλό σου ακόμη κι αφού το φιλμ τελειώσει, μια που τότε αντιλαμβάνεσαι την πυκνότητα της σημειολογίας της. Γεννώντας μια σαφή αίσθηση απειλής, μπλέκει εικόνες της φασιστική εικονογραφίας με φωτογραφίες κλόουν, κλασσικά έργα της ισπανικής ζωγραφικής με ασπρόμαυρα τέρατα του Χόλιγουντ, στιγμές του Ισπανικού εμφυλίου, με την Ράκελ Γουελτς, τον Φράνκο με τον Flash Gordon, το Cannibal Holocaust με σκηνές από παραλίες των 70s, κάτω από τους ήχους της υποβλητικής μουσικής του Ρόκε Μπάνιος.

Μέσα σε λίγα λεπτά, μια συνοπτική ιστορία της Ισπανίας από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο μέχρι την δεκαετία του 80 περνά μπροστά από τα μάτια μας, με τρόπο που σε καθηλώνει. Υπεύθυνος γι αυτό το μικρό αριστούργημα ο 39χρονος Νταβίντ Γκουαϊτά, σχεδιαστής τίτλων για αρκετές ισπανικές ταινίες, όπως τα «Muertos de Risa» και «800 Σφαίρες» του Άλεξ ντε λα Ιγκλέσια, τους τίτλους της σειράς ταινιών «Peliculas Para No Dormir», το «Torrente 3» (και 4) και πολλά ακόμη. Έχοντας ξεκινήσει από τα γραφικά ηλεκτρονικών παιχνιδιών, δουλέψει εκτεταμένα στην διαφήμιση και την τηλεόραση, μοιάζει να βρίσκεται στο στοιχείο του όταν δημιουργεί credit sequences για το σινεμά. Κι αν συνεχίσει να κάνει δουλειές τόσο εντυπωσιακές όσο αυτή, σύντομα θα συμπεριλαμβάνεται ανάμεσα στους σπουδαίους «τεχνίτες» (όπως ο ίδιος προτιμά να αποκαλεί τους συναδέλφους του) αυτού του μάλλον παραγνωρισμένου κομματιού του σινεμά.

Ξεκινώντας να δουλεύεις στους τίτλους του «Η Τελευταία Ακροβάτις της Μαδρίτης», τι είδους οδηγίες είχες από τον Αλεξ ντε λα Ινγκλέσια; Είχε μια ξεκάθαρη ιδέα του τι ήθελε ή το τελικό αποτέλεσμα ήταν κάτι στο οποίο καταλήξατε μαζί;Ηξερε ότι ήθελε η σεκάνς των τίτλων να είναι έντονη, ένα γεμάτο ενέργεια μείγμα από χαρακτήρες ταινιών τρόμου, από φωτογραφίες πολιτικών της περιόδου του Φράνκο, εικόνες κλόουν, μια σειρά από πράγματα. Αυτό για το οποίο ήταν σίγουρος, ήταν κάτι που το βρήκα συναρπαστικό και μια ανέλπιστη πηγή έμπνευσης. Ήθελε οι τίτλοι να μην έχουν καθόλου εφέ, ή ψηφιακά κόλπα, αλλά να μοιάζουν ότι θα μπορούσαν να έχουν φτιαχτεί στην δεκαετία του 60 ή του 70, την περίοδο δηλαδή που διαδραματίζεται η ταινία. Νομίζω ότι ήθελε οι τίτλοι να έχουν μια απόσταση από το κυρίως σώμα της ταινίας, να κοιτάζουν με μια ψύχραιμη, σχεδόν αποστασιοποιημένη ματιά την ιστορία, αντίθετα από ότι ακολουθεί που κατά τη γνώμη μου είναι γεμάτη έντονα συναισθήματα. Έτσι, κατάλαβα ότι έπρεπε να λειτουργήσω λίγο σαν χειρούργος: να συλλέξω ιδέες, εικόνες, συναισθήματα με μια ματιά που να είναι όσο πιο καθαρή και ανεπηρέαστη γίνεται.

Ποιο ήταν το συναίσθημα στο οποίο στόχευες;Ηθελα να βγάλω μια ωμή, άγρια αίσθηση. Να κάνω κάτι που να το νιώθεις με έναν τρόπο σχεδόν ενστικτώδη. Μια από τις επιρροές μου ήταν ταινίες όπως «Ο Καλός, ο Κακός κι ο Άσχημος», φιλμ έντονα αισθητικά και βίαια στο περιεχόμενό τους. Τα χρώματα και η κίνηση κάποιων ταινιών, που γεννούν μια σχεδόν «επιληπτική» αίσθηση. Όταν ξεκινάω να δουλεύω, αυτό που προσπαθώ δεν είναι να βάλω τον δικό μου κόσμο μου στο φιλμ, αλλά να μπω εγώ, στον κόσμο της ταινίας και του σκηνοθέτη της. Έτσι μερικές φορές κάνω κάτι σαν Ρόρσαχ τέστ: δείχνω εικόνες και ρωτάω «τι βλέπεις εδώ»; Κάπως έτσι ξεκίνησα την Ακροβάτιδα και γρήγορα αντιλήφθηκα ότι οι τίτλοι όπως διαμορφώνονταν, έμοιαζαν με τους παιδικούς φόβους και τις εμμονές του Άλεξ. Μεγάλωσε στη χώρα των Βάσκων, σε μια βίαιη εποχή όταν η Ε.Τ.Α. μαχόταν μια φασιστική κυβέρνηση. Στο παιδικό μυαλό του έχω την αίσθηση ότι η πραγματικότητά του ήταν μια μίξη των πραμάτων που βλέπεις στους τίτλους: Οι B movies, οι τρομοκράτες, τα τέρατα, οι πολιτικοί, οι σταρ της τηλεόρασης, όλα αξεδιάλυτα μπλεγμένα…

Οπότε θα έλεγες ότι ο ρόλος των τίτλων σε μια ταινία είναι να σε εισάγουν στο κλίμα της;Νομίζω ότι μια σεκάνς τίτλων οφείλει να έχει έναν οργανικό ρόλο στο φιλμ. Πρέπει να αποτελεί μέρος του. Στην δική μου λογική πρέπει να έχουν κι έναν «καθαρτικό» ρόλο. Είναι κάτι που σε καθαρίζει από όλες τις αισθήσεις, τα συναισθήματα που κουβαλάς μαζί σου στην αίθουσα και σε βάζει στο mood να «μπεις» στην ταινία. Αλλά την ίδια στιγμή, σου δίνουν την δυνατότητα να εκφραστείς με ένα πολύ πιο ελεύθερο, σουρεαλιστικό τρόπο αν θες. Οι θεατές υποθέτουν ότι αυτό που βλέπουν δεν είναι παρά graphic design, οπότε μπορείς να χρησιμοποιήσεις την «ανοχή» τους, για να πας πιο πέρα από την πραγματικότητα. Να υπονοήσεις αισθήματα που είναι δύσκολο να εκφραστούν με ηθοποιούς και σκηνές που αναπαριστούν μια απτή πραγματικότητα.

Πόσο καιρό σου πήρε να επιλέξεις τις εικόνες που βλέπουμε στους τίτλους; Πόσο εύκολο ήταν αν “συνοψίσεις” (έστω και μια προσωπική εκδοχή) της ιστορίας σχεδόν μισού αιώνα μέσα σε λίγα λεπτά;Όταν μου τηλεφώνησε ο Αλεξ για να μου ζητήσει να κάνω τους τίτλους, ζούσα ήδη για τέσσερα χρόνια στην Ιαπωνία καθώς η γυναίκα μου είναι Γιαπωνέζα. Όταν ξεκίνησα να ψάχνω στα φωτογραφικά αρχεία για να διαλέξω το υλικό που θα χρησιμοποιούσα, ανακάλυψα πόσο παράξενη, σχεδόν μαγική ήταν η Ισπανία εκείνη την εποχή. Οι επίσκοποι ντύνονταν σαν μάγοι, οι στολές των στρατιωτικών ήταν αυστηρές, γεμάτες περηφάνια. Ηταν μια κοινωνία που έμοιαζε να κινείται στα άκρα. Ο Φράνκο ήταν δολοφόνος, αλλά τον βλέπεις σε πάρα πολλές φωτογραφίες, να ψαρεύει, να κυνηγά ή να κάνει σπόρ. Τον βλέπεις να φιλά σταυρούς σε τελετές και οι επίσκοποι γύρω του να χαιρετούν φασιστικά, κάτι εντελώς παράλογο, αν αναλογιστείς τα διδάγματα του χριστιανισμού και τις πρακτικές του φασισμού. Η Ισπανία εκείνης της περιόδου βρισκόταν σε μια από τις πιο φανατισμένες και αδιάλλακτες στιγμές της ιστορίας της. Έτσι, οι τίτλοι της ταινίας μοιάζουν σαν βόλτα σε roller coaster. Ξεκινούν με έναν πολύ σοβαρό και δραματικό τρόπο και ταξιδεύουν σε όλη την μεταπολεμική ιστορία της χώρας. Γρήγορα γίνονται λίγο kitsch, ή και λίγο «θλιβεροί», αλλά από την αρχή ως το τέλος είναι δομημένοι με μια συγκεκριμένη πρόθεση. Χαίρομαι πολύ που κάνουν αίσθηση σε χώρες πέρα από την δική μας, γιατί τους φτιάξαμε με μια πολύ κλειστή ματιά στην ιστορία μας. Δεν ξέρω αν κάποιος που δεν είναι Ισπανός μπορεί να νιώσει το ίδιο βλέποντας τους, καθώς όλα τα πρόσωπα που περνούν από την οθόνη έχουν μια πολύ ιδιαίτερη σημασία για μας.

Πόσο καιρό χρειάζεται μια σεκάνς των τίτλων να ολοκληρωθεί; Θα έλεγες ότι η «Ακροβάτις» ήταν μια δύσκολη περίπτωση;Συνήθως μου παίρνει τρεις μήνες από τις πρώτες συζητήσεις μέχρι την ολοκλήρωση της δουλειάς. Περίπου τόσο χρειάστηκα και γι αυτούς τους τίτλους. Αλλά υπάρχουν περιπτώσεις που η διαδικασία κρατά πολύ περισσότερο. Για το «Torrente 4» για παράδειγμα, συζητούσαμε σχεδόν για τρεις μήνες πάνω στις ιδέες και στη συνέχεια χρειάστηκα άλλο τόσο για να τους ολοκληρώσω.

Νιώθεις ότι δουλειά των ανθρώπων που δημιουργούν του τίτλους των ταινιών, δεν έχει κερδίσει ακόμη την αναγνώριση που της αξίζει;Και ναι και όχι. Κατά τη γνώμη μου, ένας σχεδιαστής είναι κάτι σαν τεχνίτης, η δουλειά του πρόκειται να ενσωματωθεί στην ταινία. Συμφωνώ ότι υπάρχουν εξαιρετικές σεκάνς τίτλων αλλά δεν μου αρέσει όταν κάποιοι λένε «οι τίτλοι της αρχής, ήταν το καλύτερο κομμάτι της ταινίας». Νομίζω ότι τότε δεν έχεις κάνει καλή δουλεία, μια που οι τίτλοι δεν πρέπει να είναι κάτι ξεχωριστό, ή ανταγωνιστικό με το φιλμ, αλλά να αποτελούν οργανικό κομμάτι του.

Υπάρχουν κάποιοι συνάδελφοι σου που ξεχωρίζεις ή που σε έχουν εμπνεύσει;Μου αρέσει τρομερά η δουλειά του Πάμπλο Φέρο, νομίζω είναι ο σχεδιαστής που εκτιμώ περισσότερο απ όλους. Αλλά φυσικά κι ανθρώπους σαν τον Μορίς Μπάιντερ, τον Σολ Μπας, τον Μισέλ Γκοντρί και τόσους άλλους…

Δείτε ακόμη:

Κριτική του «Η Τελευταία Ακροβάτις της Μαδρίτης»

Το επίσημο site του Νταβίντ Γκουαϊτά