Άποψη

It's all about the boy(hood)

στα 10

Ο Σπήλιος Λαμπρόπουλος είδε το «Boyhood» του Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ και συνειδητοποιεί πως από την Αθήνα των 70s μέχρι το Τέξας των 00s όλα τα αγόρια μεγαλώνουν με τον ίδιο τρόπο.

Flix Team
It's all about the boy(hood)

Ο μικρός Μέισον, ο ηθοποιός, ή μάλλον ο άνθρωπος που εμείς ως θεατές βλέπουμε να ωριμάζει για 12 χρόνια και σταδιακά να ενηλικιώνεται, δεν είναι ακριβώς ο βασικός πρωταγωνιστής της ταινίας-φαινόμενο του Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ, αλλά περισσότερο ένας κοινωνικός παρατηρητής, μέσα από τα μάτια του οποίου παρατηρούμε πώς αντιλαμβάνεται κανείς τις αλλαγές γύρω του.

Σημασία δεν έχει το εκτόπισμα αυτών των αλλαγών, αλλά πώς εσύ τις αντιλαμβάνεσαι όταν μεγαλώνεις. Το 2002, ο Μέισον ήταν έξι ετών. Εγώ ήμουν 28. Δεν γεννήθηκα στο Φοίνιξ και δεν έζησα στο Τέξας αλλά στην Αθήνα. Ο πατέρας μου δεν με πήγε να δω ποτέ μπέηζμπολ, αλλά με πήγε στον πρώτο τελικό ευρωπαϊκού μπάσκετ στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας και είδα τον Ντράζεν Πέτροβιτς εναντίον του Οσκαρ Σμιτ. Η μητέρα μου δεν είχε ατυχείς επιλογές συντρόφων – έναν διάλεξε, με αυτόν τον έναν έκανε δύο παιδιά και αυτός ο ένας δεν ήταν άνεργος μουσικός και δεν διαφωνήσαμε ποτέ για το Star Wars, ούτε μου έγραψε ποτέ σε cd το «Black Album» των Beatles - ήταν δικηγόρος, αλλά είχε φροντίσει να να δω το «The Return Of Jedi», κι ας μην έδινε, φαντάζομαι, ο ίδιος προσοχή στο τι συνέβαινε στην οθόνη, όπως επίσης είχε φροντίσει να έχω τα κατάλληλα μουσικά ερεθίσματα από νωρίς, ώστε να φτιάχνω τα δικά μου fantasy compilations. Δεν είχα κινητό τηλέφωνο όταν πήγαινα σχολείο, και την πορνογραφία την ανακάλυψα έντυπη, κρεμασμένη σε κάποια περίπτερα, και όχι στην οθόνη ενός υπολογιστή.

Ακριβώς επειδή γεννήθηκα στη δεκαετία του ’70, δεν ανήκω στα 3/5 των παιδιών που μεγάλωσαν από διαζευγμένους γονείς, αλλά είχα ένα σταθερό οικογενειακό περιβάλλον – και μέχρι που έγινα εγώ 18, δεν είχε χρειαστεί να μετακομίσουμε κάπου. Τέλος, δεν θεωρώ κατ’ ανάγκη ότι όποιος είναι fan των Bright Eyes είναι και ενδιαφέρων τύπος.

Boyhood

Κάπου εκεί περιορίζονται και οι διαφορές ενός 40χρονου, σήμερα, Αθηναίου, με τον 18χρονο Αμερικανό «παρατηρητή» του «Boyhood». Γιατί σχεδόν όλα τα άλλα είναι κοινά και αναγνωρίσιμα – και από αυτή την άποψη, τούτη πρέπει να είναι η πιο «υπερατλαντική» και διεθνής ταινία ενός σκηνοθέτη που δίνει στο σενάριο ίσως περισσότερη σημασία από ό,τι στην ίδια την εικόνα.

Ίσως φταίει το ότι ανήκω στη γενιά που κατά κάποιο τρόπο μεγάλωσε με το σινεμά του Λινκλέιτερ, άσχετα αν τον καταγράψαμε ποτέ στους αγαπημένους μας σκηνοθέτες ή όχι (όχι). Την εποχή του grunge μας έμαθε τον όρο «slacker», μετά μας σέρβιρε εκείνο το «Before Sunrise» και νομίσαμε, για λίγο, ότι υπάρχει ΜΙΑ συνάντηση και ΕΝΑΣ έρωτας στη ζωή, με το «Waking Life» μας έδωσε τροφή για αμπελοφιλοσοφικές συζητήσεις στο πανεπιστήμιο, με το «School Of Rock» μας θύμισε ότι η μουσική είναι το μοναδικό ελιξήριο νεότητας και με το «Before Sunset» μας έκανε να κοιτάμε το ρολόι μας μέσα στην αίθουσα, γιατί είχαμε βαρεθεί τη ζωή μας. Σαφώς και δεν είναι αυτό που λέμε «λατρεμένος» σκηνοθέτης ο Λινκλέιτερ, είναι όμως σαν ένας συμμαθητής σου που πάντοτε σεβόσουν, απλώς δεν έτυχε να κάνεις κολλητή παρέα, αλλά κάθε φορά που συναντούσες, είχε κάτι ενδιαφέρον να σου πει – ε, μια φορά βιαζόσουν λίγο εσύ, βιαζόταν και αυτός, και βαρέθηκες την κουβέντα. Αλλά κάθε ατόπημα στο οποίο μπορεί να υπέπεσε ο Λικλέιτερ από το 2002 μέχρι σήμερα του συγχωρείται. Γιατί βασικά, όλο αυτό το διάστημα, το μυαλό του ήταν στο «Boyhood».

To «Boyhood» είναι μία ταινία αφιερωμένη όχι στην ενηλικίωση (δόξα τω Θεώ, υπάρχουν εκατοντάδες ταινίες γι αυτό) αλλά στην αληθινή ζωή: σε αυτή που δεν συμβαίνουν ακραία δράματα, μοιραία δυστυχήματα, καταραμένοι έρωτες, εθισμοί σε παραισθησιογόνα, κανείς δεν σώζει τον κόσμο από κάποια διαβολική απειλή, κανείς δεν επικοινωνεί με το υπερπέραν, κανείς δεν συναντάει εξωγήινους, κανείς δεν ξυπνάει δίπλα σε ένα πτώμα, κανείς δεν βρίσκεται μπλεγμένος σε συνομωσίες και κανέναν δεν τον κυνηγάνε οι Μυστικές Υπηρεσίες χωρίς να γνωρίζει γιατί.

Boyhood

Στο «Boyhood» συμβαίνουν απλά, καθημερινά και, για την ίδια τη φύση του σινεμά, θεωρητικά βαρετά πράγματα: η κατάκτηση μιας ημέρας ενώ πηγαίνεις σχολείο είναι απλώς να μην ακολουθήσεις τα βήματα της μητέρας σου που ανεβαίνει κάποια σκαλάκια, αλλά να πάρεις φόρα και να ανοίξεις το διασκελισμό σου ώστε να πηδήξεις με τη μία στο πάνω διάζωμα.

Η αδερφή σου δεν είναι η καλύτερή σου φίλη, γιατί είναι μεγαλύτερη από σένα και είναι κορίτσι και όλο σου τη λέει, και οι συμμαθήτριές της σε ψιλοσνομπάρουν, αλλά όταν βρίσκεσαι μαζί της στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου παίζετε σαχλά παιχνίδια και γελάτε. Και όταν μεγαλώσεις, μπορεί να μη μιλάς τόσο συχνά μαζί της, αλλά σου αρκεί που ξέρεις ότι είναι εκεί, λίγο πιο δίπλα από σένα. Και γνωρίζεις αυτούς που τη φλερτάρουν από το σχολείο και είσαι επιφυλακτικός με μερικούς από αυτούς.

Ο πατέρας σου είναι ο ήρωάς σου, τα ξέρει και τα φροντίζει όλα και αποκλείεται να κάνει κάτι λάθος και είναι σίγουρο ότι θα σου ανοίγει μια ζωή το δρόμο. Απλώς κάποια στιγμή στα 18 σου συνειδητοποιείς ότι δεν ξέρει απαραίτητα περισσότερα από σένα και ότι δεν τον συνοδεύει καμία εγγύηση αλάθητου. Είναι άνθρωπος σαν και σένα, υπήρξε αγόρι, υπήρξε έφηβος και έγινε άντρας – ίσως έγινε άντρας επειδή εμφανίστηκες εσύ και η αδερφή σου.

Η μητέρα σου δεν είναι superwoman. Εκνευρίζεται όταν πετάς το άπλυτο πιάτο στο νεροχύτη, σε κυνηγάει να φας το πρωινό σου και να μην αργήσεις το πρωί για το σχολείο, καταλαβαίνει πότε λες ψέμματα ότι είσαι άρρωστος για να την κοπανήσεις και παρόλο που μια ζωή σε προετοιμάζει για να μπορέσεις να τα καταφέρεις μόνος σου στον έξω κόσμο, όταν έρχεται η ώρα που όντως είσαι έτοιμος να ανοίξεις τα φτερά σου και να το κάνεις, μετανιώνει και θέλει να σε κρατήσει κοντά της, έστω μία μέρα ακόμα.

Boyhood

Οι φίλοι σου δεν είναι οι ίδιοι όλα τα χρόνια. Οταν είσαι μικρός γνωρίζεις κάποιον λίγο μεγαλύτερο που τα κάνει όλα λίγο καλύτερα: παίζει ποδόσφαιρο, τρέχει με το ποδήλατο, σου βάζει να ακούσεις ένα φοβερό τραγούδι για πρώτη φορά, σου δείχνει φωτογραφίες γυμνών γυναικών και γενικά σε βοηθάει να ανακαλύψεις τη ζωή λίγο πιο γρήγορα. Είναι αυτός που σου υποδεικνύει τη μετάβαση από το Nintendo στο xbox και μετά στο wii και μετά στις next gen κονσόλες.

Αργότερα, στο σχολείο, κάνεις παρέα με το διπλανό σου, και στο τέλος, αυτοί που μένουν είναι και αυτοί που δεν χρειάζεται να βλέπεις κάθε μέρα. τους συναντάς, και με έναν μαγικό τρόπο, νιώθεις όπως πριν δυο χρόνια που τους είχες δει τελευταία φορά.

Και μετά είναι και τα κορίτσια… Το ξανθό κοριτσάκι με τα κοτσιδάκια που στο Δημοτικό σου πέρασε ένα ραβασάκι και έκανε την καρδιά σου να χτυπάει πρώτη φορά – ίσως επειδή ήταν και η καλύτερη μαθήτρια της τάξης. Η καστανομάλα στο Γυμνάσιο που σου άρεσε κυρίως επειδή μοιράστηκες μία μπίρα μαζί της κάποια στιγμή και αυτό σου φάνηκε σαν όρκος αιώνιας αγάπης. Η μελαχρινή στο Λύκειο, που, πέρα από τα φιλιά, σου άρεσε και να μιλάς μαζί της, να κάνετε πλάνα για τη ζωή, να κοιτάτε τα αστέρια και να την ακούς να αναλύει τα όνειρά της. Και όλες οι άλλες που χρειάστηκε να γνωρίσεις, να σε γοητεύσουν, να σε προσπεράσουν, να σε ενθουσιάσουν, να σε κάνουν να νιώσεις ερωτευμένος, ζωντανός ή απλώς να σου υποδείξουν ότι «κάτι λείπει». Για να βρεις τελικά το δρόμο σου. Ή μήπως ο δρόμος είχε ξεκινήσει από τα έξι σου χρόνια;

Boyhood

Αυτή είναι η μαγεία του «Boyhood»: o Μέισον είναι όντως το boy next door. Ισως λίγο πιο μελαγχολικός (κουβαλάει κάμποσα παιδικά τραύματα άλλωστε), λίγο πιο αδύνατος από το μέσο όρο, λίγο πιο ήσυχος και χαμηλότονος (δεν πιάνεται ποτέ στα χέρια με κανέναν), το ίδιος α-πολιτικοποιημένος («κάτι θα ξέρει ο μπαμπάς, αλλά δεν πολυσκάω κιόλας»), έχει και αυτός, όπως όλοι, ένα πάθος (τη φωτογραφία), κανείς δεν ξέρει αν θα του βγει, μάλλον όχι, πιθανότατα θα βρεθεί να δουλεύει σε μία τράπεζα ή σε έναν εκδοτικό οίκο. Πιθανότατα θα κάνει και αυτός πολλά λάθη, κάποια δεν θα τα αντιληφθεί ποτέ. Ο Λινκλέιτερ δεν χρειάζεται να γυρίσει την ταινία για τα επόμενα 12 χρόνια της ζωής του Μέισον. Ξέρει ότι την κουβαλάμε ήδη όλοι μέσα μας. Γιατί τη ζήσαμε όσο αυτός κινηματογραφούσε το… prequel.

Y.Γ. Ο Λινκλέιτερ κλείνει το μάτι σε κάθε γενιά με αυτή την ταινία: η δικιά του, αυτή του 1960, είναι οι γονείς. Η δικιά μου, αυτή του ’70 αναγνωρίζει την αναφορά στο «Say Anything» του Κάμερον Κρόου, αλλά, κυρίως, ενθουσιάζεται, με την παρουσία του κολλητού του πατέρα του Μέισον, Τζίμυ, που δεν είναι άλλος από τον κιθαρίστα Τσάρλι Σέξτον, που προτού τον εντοπίσουν οι David Bowie & Bob Dylan και τον προσλάβουν στις μπάντες τους, σε ηλικία 17 ετών, το 1985, μας είχε χαρίσει το υπέροχο «Beat’s So Lonely» – δεν είχαμε spotify τότε, απλώς στήναμε αφτί στον ραδιοσταθμό της αμερικανικής βάσης. Ηταν και αυτό μέρος του δικού μας boyhood…


[Ο Σπήλιος Λαμπρόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1974. Οταν είδε ότι δεν μπορούσε να γράψει τη δική του μουσική, έκανε το next best thing: άρχισε να γράφει για μουσική. Με διάφορους, κάθε φορά, ρόλους, συνεργάστηκε με τα περιοδικά Zoo, Δίφωνο, Sonik, ΚΛΙΚ, Downtown, Glamour, Symbol του Επενδυτή, "Ε" της Ελευθεροτυπίας καθώς και το Βήμα της Κυριακής, ενώ διετέλεσε αρχισυντάκτης του Περιοδικού Ποπ&Ροκ. Παράλληλα, έχει κάνει ένα διετές πέρασμα από την τηλεόραση [ΕΤ-1) και το ραδιόφωνο [Εν Λευκώ]. Εδώ και 15 χρόνια διατηρεί μόνιμη στήλη για την κινηματογραφική μουσική στο περιοδικό Σινεμά. Σήμερα ζει στην πόλη που γεννήθηκε και εργάζεται ως Commercial Manager Culture & Entertainment στην αλυσιδα καταστηματων Public.]

Διαβάστε εδώ τη γνώμη του Flix για τo «Boyhood» του Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ (με ελληνικό τίτλο «Μεγαλώνοντας») που προβάλλεται από την Πέμπτη 11 Σεπτεμβρίου στις αίθουσες από την UIP.

Περισσότερο «Boyhood»:

[H εικονογράφηση είναι του Μάικλ Κάβνα από τη Washington Post]