Συνέντευξη

Θύμιος Μπακατάκης: Επιστροφή στις Κάννες

στα 10

Ο διευθυντής φωτογραφίας του «Κυνόδοντα» και του «Attenberg», επιστρέφει στο φεστιβάλ Καννών, υπογράφοντας αυτή τη φορά μία ξένη παραγωγή – το «Porfirio», το οποίο επιλέχτηκε για να παρουσιαστεί στο «Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών». Εν τω μεταξύ στην Ελλάδα, μόλις ολοκλήρωσε τα γυρίσματα της πρώτης μεγάλου μήκους του Μπάμπη Μακρίδη «L».

Θύμιος Μπακατάκης: Επιστροφή στις Κάννες

Το κολομβιανό ιδιόμορφο δράμα του Αλεχάντρο Λάντες είναι φιξιόν, αλλά βασίζει την ιστορία του σε αληθινά γεγονότα. Ο αφηγηματικός άξονας κινείται γύρω από τον «Πορφίριο», έναν ανάπηρο άντρα σε μια μικρή φτωχική πόλη του Αμαζονίου. Ο Λάντες επιχειρεί να αποτυπώσει την απελπισία του καθηλωμένου ανθρώπου, αλλά και την ανάγκη του να ελπίσει, να τολμήσει, να ονειρευτεί. Το στοίχημα να κοινωνήσεις καθαρά κινηματογραφικά την ένταση, όσο και την κλειστοφοβική ακινησία ενός ανάπηρου πίσω και πέρα από τα όρια της καρέκλας του, είναι μεγάλο. Εκεί χρειάζεσαι ένα διευθυντή φωτογραφίας που εγκλώβισε μια οικογένεια σ' ένα ευάερα αποπνικτικό σπίτι, κινηματογράφησε ένα εφιαλτικό φιλμ νουάρ κάτω από το ελληνικό φως, έναν άνθρωπο που αποτυπώνει την τραγωδία με καθαρά πλάνα και το κάνει να φαίνεται εύκολο.

Το Flix επικοινώνησε με τον Θύμιο Μπακατάκη, λίγο πριν αναχωρήσει για Κάννες (η προβολή του «Porfirio» είναι προγραμματισμένη για αυτό το Σάββατο, 14 Μαΐου), και εξασφάλισε απαντήσεις για το νέο τοπίο συνεργασιών που ανοίγονται για το ελληνικό σινεμά και τους δημιουργούς που το στελεχώνουν.

Πώς προέκυψε η συνεργασία με τον Αλεχάντρο Λάντες; Εχεις μία επαφή με διεθνείς παραγωγές ή ήταν κάτι μεμονωμένο; Προέκυψε με τον «Κυνόδοντα». Οχι, πριν δεν υπήρχαν διεθνείς επαφές στον τομέα του κινηματογράφου. Μόνο στη διαφήμιση, όπου έχω μεγάλη εμπειρία, υπήρξαν σχέσεις με το εξωτερικό. Ο «Κυνόδοντας» διαφήμισε τη δουλειά μου. Ο λόγος που ο Λάντες χτύπησε την πόρτα μου ήταν γιατί είδε την ταινία και του άρεσε. Μεσάζοντας ήταν ο ισπανός διανομέας, ο οποίος είχε και τον «Κυνόδοντα» και την προηγούμενη ταινία του Λάντες – το ντοκιμαντέρ «Cocalero». Μου έστειλε ένα μέιλ και μου είπε για το «Porfirio». Ηθελε να κάνει μία ταινία σε σινεμασκόπ. Ηθελε να γυρίσει κάτι πιο extreme. Αν μ' ενδιέφερε, με παρακαλούσε να του απαντήσω. Μία βδομάδα μετά ήμουν στην Κολομβία. Στην αρχή ήμουν επιφυλακτικός. Είχα μόλις εγχειριστεί, δεν ήξερα αν είχα το κουράγιο για ταλαιπωρίες. Αλλά μ' έψησε. Εμεινα μια βδομάδα, γνωριστήκαμε, τα βρήκαμε, μιλήσαμε για την ταινία, κάναμε ρεπεράζ. Ο Αλεχάντρο είναι εξαιρετικός. Η μητέρα του από την Κολομβία, ο πατέρας του από το Εκουαδόρ, ο ίδιος με σπουδές στην Αμερική. Σοβαρός, μορφωμένος – δούλευε την ταινία επί 5 χρόνια.

Πόσο προκλητικό για σένα το γύρισμα στον Αμαζόνιο; Πολύ. Τα γυρίσματα έγιναν στη Φλορένσια, μία από τις τελευταίες πόλεις στον νότο λίγο πριν αρχίσουν οι ζούγκλες του Αμαζονίου. Κι εκεί έχεις να κάνεις με το φως. Εκεί έχεις να κάνεις με το τροπικό κλίμα. Είναι τρελό αυτό το κλίμα: κάθε μισή ώρα, κάτι διαφορετικό. Ομίχλη, ήλιος, βροχή, πεντακάθαρος καιρός, ξανά βροχή, πάλι ήλιος... Συνεχείς εναλλαγές, κρυφτούλι με το φως, απελπισία. Στην αρχή είχα πανικοβληθεί. Τις πρώτες μέρες τα είχα κυριολεκτικά χαμένα. Μετά το είδα πιο ψύχραιμα.

Το σινεμά της λατινικής Αμερικής πλησιάζει πολύ στην κουλτούρα μας και στην συναισθηματική μας νοημοσύνη. Πόσο ευχαριστήθηκες αυτή την συνεργασία; Την ευχαριστήθηκα πάρα πολύ. Ολη η ομάδα της ταινίας ήταν από διαφορετικές χώρες της λατινικής Αμερικής: σκηνοθέτης Κολομβιανός, σκηνογράφος Μεξικάνα, ηχολήπτης από την Ουρουγουάη. Λατίνοι όλοι και δυο Ελληνες στη φωτογραφία. Κάναμε πολύ ωραίο team, δέσαμε πολύ. Πιστεύω ότι σαν νοοτροπία λατινοαμερικάνοι και Ελληνες είμαστε πολύ κοντά. Μπορούμε να συνεννοηθούμε άνετα– να επικοινωνήσουμε, να δημιουργήσουμε, να διασκεδάσουμε. Δεν μιλάμε κοινή γλώσσα, αλλά τελικά μιλάμε την ίδια γλώσσα.

Πιστεύω ότι και ως θεατές το εισπράττουμε αυτό μέσα από το σινεμά της λατινικής Αμερικής, μία κινηματογραφία που τα τελευταία χρόνια γνωρίζει ξανά τη χρυσή της εποχή: Βάλτερ Σάλες, Αλφόνσο Κουαρόν, Αλεχάντρο Γκονζάλες Ινιαρίτου, Κάρλος Ρεϊγάδας...Είχαμε το συνεργείο του Ρεϊγάδας, το βοηθό σκηνοθέτη του, τον ηχολήπτη του! Ο Λάντες είχε δύο αναφορές για το «Porfirio»: το «Silent Light» του Κάρλος Ρεϊγάδας και τον «Κυνόδοντα». Ηθελε μία τέτοια εικόνα στην ταινία του, οπότε επιδίωξε να συντάξει ένα team που να μπορέσει να του την προσφέρει – όχι κυριολεκτικά, γιατί το «Porfirio» δεν μοιάζει με τίποτα από τα δύο στην κυριολεξία, αλλά ως αίσθηση.

Πώς αισθάνεσαι που άλλη μία δουλειά σου επιλέχτηκε από το μεγαλύτερο κινηματογραφικό φεστιβάλ του κόσμου; Πόσο διαφορετική είναι η συμμετοχή στις Κάννες όταν γίνεται με ελληνική ταινία ή με ξένη παραγωγή; Γενικά θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό. Οι περισσότερες ταινίες μου έχουν ταξιδέψει σε πολλά φεστιβάλ του κόσμου. Η διαδρομή του «Κυνόδοντα» ήταν εξωπραγματική: να κάνεις μια ταινία, να επιλέγεται στο πρόγραμμα των Καννών, να φεύγει με το πρώτο βραβείο, να καταλήγει στα Οσκαρ. Είναι φοβερό, είναι τρελό! Και είναι εξίσου εξωπραγματικό και απίστευτα κολακευτικό να κάνεις μια επόμενη ταινία, μια ξένη παραγωγή, και να ακούς ότι και αυτή επιλέχτηκε για να πάει στις Κάννες. Σε ανεβάζει. Είναι αναγνώριση. Αναγνωρίζεται η δουλειά σου.

«Hardcore», «Κινέττα», «Κυνόδοντας», «Attenberg» - μερικά από τα credits σου ως διευθυντής φωτογραφίας, μερικές από τις σπουδαιότερες ταινίες που σύστησαν στο κοινό μία νέα κινηματογραφική φόρμα, ένα νέο ελληνικό σινεμά. Πώς βλέπεις την πορεία μας τα τελευταία δύο χρόνια; Πώς ονειρεύεσαι το ελληνικό σινεμά στο (άμεσο) μέλλον; Δε θέλω να ακουστώ απαισιόδοξος, αλλά δυστυχώς είμαι. Δεν είμαι από αυτούς που ονειρεύονται ότι το ελληνικό σινεμά θα αλλάξει, γιατί τα πράγματα που το κινούν -ή θα έπρεπε να το κινούν, να το στηρίζουν, να το τροφοδοτούν- δεν έχουν αλλάξει. Το παράδειγμα του Γιώργου (Λάνθιμου) είναι σαφές: τόση δόξα, τόση αναγνώριση έφερε στην Ελλάδα, πάλι μόνος την έκανε την επόμενη ταινία του. Οι «Αλπεις» δύσκολα βρήκαν χρηματοδότηση, παρά την επιτυχία του «Κυνόδοντα». Γιατί καλές όλες οι συζητήσεις και οι θεωρίες, αλλά είναι ακόμα πολύ δύσκολο να βρεθεί χρηματοδότηση για τις ελληνικές ταινίες. Υπάρχει μία γενιά νέων κινηματογραφιστών που κάνει ωραίες ταινίες, πάνε στο εξωτερικό, βλέπουν ότι έξω κάτι κινείται, επιστρέφουν στην Ελλάδα και δε βρίσκουν βοήθεια από πουθενά. Και τώρα με την κρίση, ούτε ξέρω πώς θα επιβιώσουμε. Ολοι κάνουμε λάντζες, δουλεύουμε στη διαφήμιση για να συντηρηθούμε και να μπορέσουμε να κάνουμε σινεμά – στο πλάι. Ομως πόσο καιρό ακόμα να κάνεις κοντινά σε γιαουρτάκια; Πόσο αντέχεις; Ολα σε ωθούν να φύγεις. Αν υπάρχει προοπτική να επιβιώσεις κάνοντας αυτό που αγαπάς, θα φύγεις. Θα πας να δουλέψεις έξω. Το μόνο καλό είναι ότι οι νέοι κινηματογραφιστές είναι σε σωστό δρόμο. Γίνονται πολύ καλές ταινίες. Ακόμα κι εκείνες που δεν πετυχαίνουν, έχουν καλή πρόθεση. Στο δημιουργικό πλαίσιο, ναι σίγουρα ονειρεύεται κανείς: υπάρχει πολύ καλή πρώτη ύλη – ταλέντα, συνεργάτες, ιδέες. Πώς όμως να τις κάνεις πράξη με όσα συμβαίνουν γύρω μας; Ευτυχώς που η τεχνολογία είναι με το μέρος μας. Τώρα μπορείς να γυρίσεις ταινία και με το κινητό σου. Ομως αυτό δεν είναι λύση. Αυτό δεν είναι σινεμά.

Μετά το «Porfirio» λοιπόν να υποθέσουμε ότι άνοιξαν τα σύνορα για τη δουλειά και τις μελλοντικές σου συνεργασίες. Σκέφτεσαι να φύγεις;Ναι, υπάρχει μια κινητικότητα που με ευχαριστεί. Υπάρχουν 3-4 πράγματα στα σκαριά. Και με τον Λάντες και με κάποιους άλλους στο εξωτερικό και με ατζέντη στην Αμερική. Τα νέα είναι καλά. Μόνιμα δε θα φύγω, αλλά σίγουρα θα προσπαθήσω να εκμεταλλευτώ όλες αυτές τις ευκαιρίες και να δημιουργήσω επαφές με το εξωτερικό.

Σύστησέ μας τον Θωμά Βαρβία, τον βοηθό σου στο «Porfirio».Από την «Κινέττα» μέχρι το «Attenberg» είναι ο μόνιμος οπερατέρ μου. Ηταν στα μισά γυρίσματα του «Κυνόδοντα» γιατί ένα ατύχημα με την μηχανή του τον ανάγκασε να μη συνεχίσει. Τι να πω για αυτόν; Είναι ο top. Στην Κολομβία τον λάτρεψαν. Εχει και ο ίδιος τώρα πολλές προτάσεις. Να σου πω πόσο καλός είναι στη δουλειά του, ή πόσο καλός είναι ως άνθρωπος; Γιατί είναι και τα δύο. Είναι πολύ τυχερός όποιος έχει τον Θωμά δίπλα του σε μια ταινία.