Επιμένοντας αγγλόφωνα μετά το «Λουλούδι της Ευτυχίας», η Αυστριακή Τζέσικα Χάουσνερ, με πρεμιέρα στις Κάννες και στις Νύχτες Πρεμιέρας, κάνει μια ακόμη πιστή στο, αν όχι ακριβώς ψυχρό, τότε σίγουρα αποστασιοποιημένο, είδος σινεμά που προτιμά, αλλά δείχνοντας να ξεμακραίνει ακόμη περισσότερο από την εύστοχη, απροσδόκητη ένταση που είχαν οι πρώτες της ταινίες. Κι αν το «Λουλούδι» υπήρξε μια αρκούντως ενδιαφέρουσα απόπειρα επαναπροσδιορισμού των κανόνων ενός φιλμ επιστημονικής φαντασίας, ή ενός διστακτικού creature movie, το «Club Zero» είναι μια αμήχανη σάτιρα που δείχνει να μην ξέρει με ποιο τρόπο ή τι ακριβώς θέλει να να σατιρίσει.

Οπως κάθε «ταινία είδους» το «Club Zero» είναι φυσικά ένα φιλμ που μεταμφιέζει τις παρατηρήσεις του για την κοινωνία και τα σημεία όπου ο βηματισμός της σκοντάφτει, σε μια ιστορία που θεωρητικά είναι πιο συναρπαστική και πιο σύνθετη από μια απλή απαρίθμηση ιδεών ή επιχειρημάτων.

Η ιστορία του είναι τοποθετημένη στις τάξεις και τον περίβολο ενός ακριβού ιδιωτικού σχολείου, όπου παιδιά πλούσιων οικογενειών, πολύ ή λιγότερο παραμελημένα από τους γονείς τους, προσπαθούν να διαχειριστούν τα πολύ ή λιγότερο σοβαρά τραύματά τους. Εκεί θα φτάσει μια νέα δασκάλα διατροφής, η οποία διδάσκει το πώς μπορείς να «τρως συνειδητά» και πως το σώμα δεν χρειάζεται μεγάλες ποσότητες τροφής για να λειτουργήσει. Στην πραγματικότητα σύμφωνα με τις διδαχές της δεσποινίδας Νόβακ, ο στόχος είναι η ανθρωπότητα να μάθει να ζει δίχως φαγητό και οι μαθητές της να γίνουν μέλη του «Club Zero», μιας ιδεατής κοινότητας εκλεκτών που επιβιώνουν δίχως να καταναλώνουν τροφή. Οπως η ίδια.

Η ταινία ξεκινά με μια κάρτα που προειδοποιεί ότι η ταινία «περιέχει σκηνές που απεικονίζουν διατροφικές διαταραχές», μια κάρτα που, τελικά, δεν είσαι σίγουρος αν έχει τοποθετηθεί εκεί με ειλικρινείς ή ειρωνικές προθέσεις. Με τον ίδιο τρόπο δεν μπορείς ακριβώς να αποκρυπτογραφήσεις και τις προθέσεις του φιλμ, που αγγίζει θέματα όπως (προφανώς) οι τροφικές διαταραχές, η εμμονή (κυρίως των οικονομικά ασφαλών) με την εικόνα και το σώμα τους, η υπερκατανάλωση, η γοητεία που ασκούν οι σύγχρονοι «προφήτες» της ευζωίας, η οικογενειακή δυσλειτουργία, η ανάγκη να ανήκεις.

Δυστυχώς τίποτα αληθινά ενδιαφέρον ή έστω σαφές δεν έχει να προσθέσει το «Club Zero» στις παραπάνω προβληματικές, αφού δεν πηγαίνει ποτέ πιο βαθιά από την επιφανειακή παράθεσή τους και πιο βαθιά από το προφανές. Και σχεδόν τίποτα αληθινά συναρπαστικό δεν συμβαίνει σε αυτό το στυλιζαρισμένο αλλά εν τέλει αδιάφορο φιλμ όπου ακόμη και η σκηνή «σοκ» μιας έφηβης που τρώει τον εμετό της για να αποδείξει στους γονείς της τη σιγουριά των ιδεών της, ελάχιστα κατορθώνει να σε ταράξει, παρά την προειδοποιητική καρτέλα της αρχής.

Οπως τα κίνητρα ή οι λόγοι που οδηγούν την κεντρική ηρωίδα της, να παρασύρει τα παιδιά μακριά από τις οικογένειές τους ως άλλος αυλητής του Χάμελιν, έτσι και οι προθέσεις της ταινίας της Χάουσνερ παραμένουν ομιχλώδεις και απροσδιόριστες από την αρχή ως το τέλος. Και δυστυχώς με έναν τρόπο που δεν την κάνει να δείχνει αινιγματική και ενδιαφέρουσα, αλλά μάλλον ελλιπή και αβέβαιη για το τι ακριβώς θέλει να πει.